-
121 αλυτος
21) неразрывный, нерасторжимый(πέδαι Hom.; δεσμοί Hom., Aesch., Plat., Plut.; φιλία Plut.)
2) нерушимый, непоколебимый, надежный(τὰ ἐνέχυρα Plut.)
3) неотвратимый, неизбежный(πολέμοιο πεῖραρ Hom.)
4) неопровержимый, непреложный(τεκμήριον Arst.)
5) непрерывный, сплошной(κύκλος Pind.)
7) нерастворимыйἄ. ὑγρῷ Arst. — нерастворимый в воде
8) нерастворенный Plat. -
122 ανεξελεγκτος
21) не поддающийся проверке(τεκμήρια Thuc.)
2) неопровержимый(λόγος Arst.)
3) недоказуемый Thuc.ἀ. μᾶλλον ἢ πιθανός Diod. — не столько вероятный, сколько недоказуемый
4) недоказанный, неуличенный Xen., Dem.5) безукоризненный, безупречный(εὔνοια καὴ φιλία Plut.)
-
123 αντιφιλια
-
124 ανυπερβλητος
-
125 αφιλια
-
126 βεβαιος
2 и 31) крепкий, прочный, надежный(κρύσταλλος Thuc.; ὄχημα Plat.; εἰρήνη Isocr.)
2) неизменный верный(φίλος Aesch.; φιλία Plat., Arst.; σύμμαχος Plut.)
3) достоверный, несомненный(τέκμαρ Aesch.; ψῆφος Eur.; κίνδυνος Thuc.; λόγος Plat.; σημεῖον Plut.)
4) меткий(τόξευμα Soph.)
5) уверенный (в себе)(φρόνημα Plut.)
6) безопасный(τινι Thuc.)
-
127 διαμενω
(fut. διαμενῶ) продолжать оставаться, сохранять (прежнее) положение(ἔτι καὴ νῦν Xen. и μέχρι νῦν Plut.; ἐν ταύτῃ τῇ ἕξει Plat.; ἐπὴ τῇ δουλοπρεπεῖ διατριβῇ Xen.)
πέντε μῆνας ἐπὴ τῶν αὐτῶν διέμενον Polyb. — пять месяцев (все) оставалось в том же положении;ἐν ἑαυτῷ δ. Polyb. — сохранять самообладание;δ. ἐν τῇ πρός τινα φιλίᾳ Diod. — поддерживать дружбу с кем-л.;διαμένω λέγων Dem. — я попрежнему утверждаю;αἱ διαμένουσαι λίμναι Arst. — постоянные, т.е. непересыхающие озера;διέμεινα ἐγὼ καὴ οὐ προὔδωκα οὔθ΄ ὑμᾶς οὔθ΄ ἐμαυτόν Dem. — я устоял и не выдал ни вас, ни себя самого -
128 εγκαρπος
См. также в других словарях:
φιλία — φιλίᾱ , φίλιος friendly fem nom/voc/acc dual φιλίᾱ , φίλιος friendly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) φιλίᾱ , φιλία affectionate regard fem nom/voc/acc dual φιλίᾱ , φιλία affectionate regard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλίᾳ — φιλίᾱͅ , φίλιος friendly fem dat sg (attic doric aeolic) φιλίαι , φιλία affectionate regard fem nom/voc pl φιλίᾱͅ , φιλία affectionate regard fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλία — φιλία, η και φιλιά, η το να είναι κανείς φίλος άλλου, η αμοιβαία αγάπη από εκτίμηση ανάμεσα σε δύο ή περισσότερους ανθρώπους, η οικειότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιλία — Όνομα 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). Βρίσκεται N των Καλαβρύτων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.) στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του… … Dictionary of Greek
φιλιά — Όνομα 5 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 900 μ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (23 τ. χλμ.). Βρίσκεται N των Καλαβρύτων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 310 μ.) στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του… … Dictionary of Greek
Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. — φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δυοῖν σώμασιν. См. Одна думка одно и сердце … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
φίλια — φίλιος friendly neut nom/voc/acc pl φίλιος friendly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φιλία ἐστὶ μία ψυχὴ ἐν δνοῖν τήμασιν. — См. Половина! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ζεῖ χυτρα, ζεῖ φιλία. — ζεῖ χυτρα, ζεῖ φιλία. См. При пиве, при бражке много братьев … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
φιλίας — φιλίᾱς , φίλιος friendly fem acc pl φιλίᾱς , φίλιος friendly fem gen sg (attic doric aeolic) φιλίᾱς , φιλία affectionate regard fem acc pl φιλίᾱς , φιλία affectionate regard fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλίαι — φιλίᾱͅ , φίλιος friendly fem dat sg (attic doric aeolic) φιλία affectionate regard fem nom/voc pl φιλίᾱͅ , φιλία affectionate regard fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)