-
1 φθείρας
-
2 φθεῖρας
-
3 φθείρας
φθείρᾱς, φθείρωdestroy: aor part act masc nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 φθείρ
A louse, Archil.137, Heraclit.56, Hdt.2.37, 4.168, Ar. Pax 740, al., IG 42(1).122.45 (Epid., iv B. C.), etc.: prov., πρὸς φθεῖρα κείρασθαι, i. e. to be close shaven, Eub.32; of the morbus pedicularis ([etym.] φθειρίασις), τὴν σάρκα εἰς φθεῖρας μεταβάλλειν Plu.Sull.36
; /5.2.23;ὁ γευσάμενος.. φθειρσὶν ἐξέζεσεν Ael.NA9.19
.2 of lice that infest animals, Arist.HA 556b22; birds, ib. 557a11; fish, ib. 557a22; also vegetables,μὴ ὁ σῖτος φθειρὶ ζέσῃ Luc.Ep.Sat.26
, cf. Ctes.Fr.57.21, Gal.6.572;οὐ ποιήσει φθεῖρας ἡ ἄμπελος Gp.5.30.1
.IV middle part of the rudder, Poll.1.89. -
5 ἅβρα
ἅβρα, ἡ, (substantivirtes fem. von ἁβρός), Zofe ( delicata der Römer). S. Mein. zu Menand. p. 25; Luc. Merc. cond. 39 τῆς γυναικὸς ἅβραν παρϑένον διέ-φϑειρας.
-
6 γίξαι
γίξαι· χωρῆσαι, Hsch. [full] γίο· αὐτοῦ, Id. [full] γῖπον· εἶπον, Id. [full] γίς· ἱμὰς καὶ γῆ καὶ ἰσχύς (i. e. ϝίς), Id. [full] γισάμεναι· εἰδέναι, Id. [full] γίσας· φθείρας, Id.: inf.,A deflower,App.Anth.
4.73 (perh. Strat.). [full] γίσγον· ἴσον, Hsch. ([etym.] ϝίς ϝον). [full] γίσιον· μικρὸν τεῖχος, Id. (leg. γείς-). [full] γιστία· ἐσχάρα ( ἐσχάτη cod.), Id. [full] γιστίαι· ἱστουργοί, Id. [full] γιστιῶ· παύσομαι, Id. [full] γισχύν· ἰσχύν, Id. [full] γιτέα· ἰτέα ( ἐτέα cod.), Id. (In the above words, γ freq. = ϝ.) [full] γῖτον, τό, dub. sens. in UPZ89.14(pl., ii B. C.). [full] γίτονας, v. γείτων. -
7 περιφθείρομαι
III = τὰς φθεῖρας συλλέγω, Com. ap. Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιφθείρομαι
См. также в других словарях:
φθεῖρας — φθείρ louse masc acc pl φθείρω destroy aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθείρας — φθείρᾱς , φθείρω destroy aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθειροκομίδης — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ φθεῑρας τρέφων». [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικό πατρωνυμικό, σχηματισμένο από ένα αμάρτυρο *φθειρόκομος (< φθείρ, φθειρός + κομῶ «φροντίζω») με κατάλ. ίδης*] … Dictionary of Greek