-
1 περιφθειρομαι
-
2 περιφθείρομαι
III = τὰς φθεῖρας συλλέγω, Com. ap. Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιφθείρομαι
-
3 περιφθείρομαι
περι-φθείρομαι, ringsherum verderbt werden; zu seinem oder anderer Verderben umherziehen -
4 συμπεριφθειρομαι
См. также в других словарях:
περιφθείρομαι — ΜΑ περιφέρομαι με κίνδυνο να καταστραφώ ή να καταστρέψω άλλους αρχ. 1. καταστρέφομαι από παντού, φθείρομαι τελείως 2. μαζεύω τις ψείρες, ψειρίζομαι 3. (κατά τον Ησύχ.) «μειοῡμαι, ἐλαττοῡμαι». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φθείρομαι «καταστρέφομαι»] … Dictionary of Greek
συμπεριφθείρομαι — Α [περιφθείρομαι] διαφθείρομαι κατά την συναναστροφή μου με κάποιον … Dictionary of Greek