-
1 ἅβρα
ἅβρα, ἡ, (substantivirtes fem. von ἁβρός), Zofe ( delicata der Römer). S. Mein. zu Menand. p. 25; Luc. Merc. cond. 39 τῆς γυναικὸς ἅβραν παρϑένον διέ-φϑειρας.
См. также в других словарях:
φθεῖρας — φθείρ louse masc acc pl φθείρω destroy aor ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθείρας — φθείρᾱς , φθείρω destroy aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθειροκομίδης — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὁ φθεῑρας τρέφων». [ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικό πατρωνυμικό, σχηματισμένο από ένα αμάρτυρο *φθειρόκομος (< φθείρ, φθειρός + κομῶ «φροντίζω») με κατάλ. ίδης*] … Dictionary of Greek