-
1 φατνώματα
-
2 φατνώματα
-
3 φατνώματα
φάτνωμαcoffered work: neut nom /voc /acc pl -
4 φάτνωμα
-ατος + τό N 3 0-0-3-1-1=5 Ez 41,20; Am 8,3; Zph 2,14; Ct 1,17; 2 Mc 1,16coffered ceiling Ez 41,20; φατνώματα rafters Ct 1,17 -
5 κέδρινος
A of cedar,θάλαμος Il.24.192
; ;ξύλα IG11(2).161
D92 (Delos, iii B.C.);ξυλεία Plb. 10.27.10
;φατνώματα J.BJ5.5.2
;τῶν ξύλων τὰ κ. Thphr.HP5.9.8
.3 κέδρινον, τό, orange-coloured dye, PHolm. 21.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κέδρινος
-
6 φάτνωμα
φάτνωμα, ατος, τό (Aristoph; LXX) coffer-work τὰ φατνώματα (παθν-pap) τοῦ ναοῦ ὠλόλυξαν the ornamental panel on the ceiling of the temple broke into lamentation GJs 24:3.—DELG s.v. φάτνη.
См. также в других словарях:
φατνώματα — φάτνωμα coffered work neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PHATNOMATA — Graece φατνώματα, dicebantur olim lacunaria, quae caelata non erant. Istiusmodi enim tecta alias laqueabantur tabulis in varias figuras caelatis, ut in Maeandros, et lacus et πλίνθια et orbes et triangulos et alia, e quibus Lacunaria proprie vel… … Hofmann J. Lexicon universale
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γκιμπέρτι, Λορέντσο — (Lorenzo Ghiberti, Φλωρεντία 1378 – 1455). Ιταλός γλύπτης και χρυσοχόος. Ανέπτυξε τη δραστηριότητά του στις αρχές του 15ου αι., όταν η Φλωρεντία ανέκτησε στον καλλιτεχνικό τομέα την πρωτοβουλία που είχε χάσει στο β’ μισό του 14ου αι. Το 1402,… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… … Dictionary of Greek
φατνωματικός — ή, ό ο ποικιλμένος με φατνώματα (βλ. λ.), ο γεμάτος φατνώματα: Φατνωματική στέγη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φατνωτός — ή, ό αυτός που έχει φατνώματα (βλ. λ.), που είναι διακοσμημένος με φατνώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φατνώνω — φάτνωσα, φατνώθηκα, φατνωμένος 1. στεγάζω με φατνώματα (με φατνωτή οροφή): Η κεντρική αίθουσα είναι φατνωμένη. 2. κατασκευάζω φατνώματα (βλ. λ.): Ο τεχνίτης φατνώνει την οροφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Lacunar — Kassettendecke im Pantheon des Hadrian in Rom. Lacunar (lateinisch „getäfelte Decke“, Ita. lacunari oder cassettone , Pl. cassettoni ), im Griechischen Phatnoma (φάτνωμα) bezeichnet in der Architektur der Antike die vertieften Kassetten, die… … Deutsch Wikipedia
Phatnoma — Kassettendecke im Pantheon des Hadrian in Rom. Lacunar (lateinisch „getäfelte Decke“), im Griechischen Phatnoma (φάτνωμα) bezeichnet in der Architektur der Antike die vertieften Kassetten … Deutsch Wikipedia