-
1 φατνωματικος
-
2 φατνωματικός
φατνωματικός, ausgelegt, getäfelt, in Felder, Fächer getheilt, στέγη Plut. Lyc. 16, öfter.
-
3 φατνωματικός,
φατνωματικός, u. φατνωτός, ausgelegt, getäfelt, in Felder, Fächer geteilt -
4 φατνωματικός
A coffered,στέγης παρασκευή Plu.2.227c
; in form [full] παθνωματικός (cf. φάτνη fin.) MAMA4.293 (Dionysopolis, i A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φατνωματικός
-
5 φατνωματικήν
φατνωματικόςcoffered: fem acc sg (attic epic ionic) -
6 φατνωτός
φατνωματικός, u. φατνωτός, ausgelegt, getäfelt, in Felder, Fächer geteilt
См. также в других словарях:
φατνωματικός — ή, όν, Α [φάτνωμα, ώματος] φατνωτός … Dictionary of Greek
φατνωματικός — ή, ό ο ποικιλμένος με φατνώματα (βλ. λ.), ο γεμάτος φατνώματα: Φατνωματική στέγη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φατνωματικήν — φατνωματικός coffered fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)