-
1 φαί
το см. φαγητό[ν] -
2 φαϊ
la menja -
3 φαι-ουρός
-
4 Στο ξένο φαΐ αλάτι μη βάζεις
Από πίτα που δεν τρως, τι σε μέλει κι αν καεί;– Τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι;• Не суй нос не в свое дело• Не тычь носа в чужое просоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Στο ξένο φαΐ αλάτι μη βάζεις
-
5 Δεν τον πιάνει το φαΐ
Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δεν τον πιάνει το φαΐ
-
6 Φαίδρου
Φαί̱δρου, Φαῖδραςmasc gen sgΦαῖδροςmasc gen sg -
7 Φαίδρω
Φαί̱δρω, Φαῖδραςmasc gen sg (attic epic ionic)Φαῖδροςmasc nom /voc /acc dualΦαῖδροςmasc gen sg (doric aeolic)——————Φαῖδροςmasc dat sg -
8 φαιουρός
-
9 Φαίδρα
Φαίδρᾱ, Φαίδρηfem nom /voc /acc dualΦαίδρᾱ, Φαίδρηfem nom /voc sg (attic doric aeolic)Φαί̱δρᾱ, Φαῖδραςmasc nom /voc /acc dualΦαί̱δρᾱ, Φαῖδραςmasc voc sg (attic)Φαί̱δρᾱ, Φαῖδραςmasc gen sg (doric aeolic)——————Φαίδρᾱͅ, Φαίδρηfem dat sg (attic doric aeolic)Φαί̱δρᾱͅ, Φαῖδραςmasc dat sg (attic doric aeolic) -
10 πατώ
(ε), πατάω 1. μετ.1) ступать, становиться ногой, наступать;πατώ στη γη — ступать на землю;
με πάτησες (τό πόδι) ты наступил мне на ногу;πρόσεχε πού πατάς смотри, куда ступаешь; 2) топтать, мять, приминать;πατώ τό χορτάρι — топтать траву;
3) утаптывать, уминать; набивать, напихивать;πατώ τό χώμα (χιόνι) — утаптывать землю (снег);
πάτησε τον καπνό στο τσιμπούκι он набил трубку табаком;πάτα καλά τα ρούχα μέσα στο μπαούλο утрамбуй хорошенько вещи в чемодане; 4) мять, давить, выжимать; топтать (виноград и т. п.); 5) нажимать, надавливать;πατώ τό κουμπί — нажимать на кнопку;
6) давить, раздавливать, убивать;τον πάτησε το τραίνο он попал под поезд; 7) совершать налёт, ограбление;πατώ τό μαγαζί — ограбить магазин;
§ πατώ πόδι — топать ногой, требовать, настаивать;
πατείς με πατώ σε — давка, толкотня;
τον πάτησα στον κάλο или του πάτησα τον κάλο я наступил ему на любимую мозоль, я его задел за живое;δεν πατει ρόδα εδώ — здесь не проедешь на машине;
πατώ τον όρκο μου — нарушать клятву;
πάτησε λίγο το πουκάμισο погладь рубашку;του πάτησε ξύλο (или γροθιές) он его здорово избил; του πάτησε κατσάδα (βρισίδι) он ему задал головомойку, он его как следует отчитал; πάτησα φαΐ γιά πέντε νομάτους я поел за пятерых; πάτησα δουλειά (φαΐ) με την ψυχή μου я потрудился на славу; я вкалывал будь здоров (я наелся до отвала);με πατάει το παπούτσι — ботинок давит, жмёт;
2. αμετ.1) часто посещать, захаживать;δεν πατάει στο θέατρο — он редко ходит в театр;
2) быстро ходить, бежать;3) доставать до дна ногами;§ πατώ γερά ( — или σταθερά) — стоять устойчиво, не шататься;
δεν πατώ — не переступать порог, не бывать где-л., не ходить куда-л.;
δεν πατεί χάμου — он высокомерен;
δεν πατας καλά — ты нехорошо себя ведёшь;
πατώ στα κάρβουνα — сидеть как на углях, как на иголках;
πάτησες στην πίττα ты сел в лужу;ακολουθώ (или βαδίζω) την πεπατημένην идти по проторённой дорожке -
11 φα(γ)ητό(ν)
φα(γ)ί τό1) пища, еда; кушанье; блюдо;κατάλογος φα(γ)ητών — меню;
γεύμα με τρία φα(γ)ητά — обед из трёх блюд;
2) обед; ужин;φέρνω ( — или σερβίρω) το φα(γ)ητό(ν) — подавать на стол;
3) обл аппетит;§ άλλο φαί τώρα давайте сменим пластинку; πήγε το φαΐ στη ράχη μου мне кусок в горло не лез -
12 φα(γ)ητό(ν)
φα(γ)ί τό1) пища, еда; кушанье; блюдо;κατάλογος φα(γ)ητών — меню;
γεύμα με τρία φα(γ)ητά — обед из трёх блюд;
2) обед; ужин;φέρνω ( — или σερβίρω) το φα(γ)ητό(ν) — подавать на стол;
3) обл аппетит;§ άλλο φαί τώρα давайте сменим пластинку; πήγε το φαΐ στη ράχη μου мне кусок в горло не лез -
13 φα(γ)ητό(ν)
φα(γ)ί τό1) пища, еда; кушанье; блюдо;κατάλογος φα(γ)ητών — меню;
γεύμα με τρία φα(γ)ητά — обед из трёх блюд;
2) обед; ужин;φέρνω ( — или σερβίρω) το φα(γ)ητό(ν) — подавать на стол;
3) обл аппетит;§ άλλο φαί τώρα давайте сменим пластинку; πήγε το φαΐ στη ράχη μου мне кусок в горло не лез -
14 φα(γ)ητό(ν)
φα(γ)ί τό1) пища, еда; кушанье; блюдо;κατάλογος φα(γ)ητών — меню;
γεύμα με τρία φα(γ)ητά — обед из трёх блюд;
2) обед; ужин;φέρνω ( — или σερβίρω) το φα(γ)ητό(ν) — подавать на стол;
3) обл аппетит;§ άλλο φαί τώρα давайте сменим пластинку; πήγε το φαΐ στη ράχη μου мне кусок в горло не лез -
15 Φαίδρας
Φαίδρᾱς, Φαίδρηfem acc plΦαίδρᾱς, Φαίδρηfem gen sg (attic doric aeolic)Φαί̱δρᾱς, Φαῖδραςmasc acc plΦαί̱δρᾱς, Φαῖδραςmasc nom sg (attic epic doric aeolic) -
16 ποικιλία
ποικιλία, ἡ, das Buntsein durch Schnitz- oder Bildwerk, Stickerei; dah. übh. die Verzierung, auch Mannichfaltigkeit; στίλβειν ἐν τῇ τῶν ἄλλων χρωμάτων ποικιλίᾳ, Plat. Phaed. 110, d; τῇ περὶ τὸν οὐρανὸν ποικιλίᾳ, Rep. VII, 529, d. ὄψων, III, 404 d; λύρας, Legg. VII. 812 d. Plat. verbindet ὑφαντικὴ καὶ ποικιλία (Stickerei) καὶ οἰκοδομία. Rep. III, 401 a (vgl. ποικιλία τοῦ ῥαφιδευτοῠ, LXX.); καὶ ζωγραφία, II, 373 a; γρα φαὶ ποικιλίαι, Xen. Mem. 3, 8, 10; ποικιλίαις κοσμεῖν λόγον, Isocr. 5, 27; u. so vom Schmucke der Rede übertr., gew. in tadelndem Sinne, Dem. 29, 1 u. Sp.; auch übertr., Geistesgewandtheit, Schlauheit, Pol. 24, 2, 2. – Mannichfaltigkeit, Wechsel, πραγμάτων, Pol. 9, 22, 10.
-
17 αλάδωτος
-
18 ανεύφραντος
η, ο [ος, ον ] безвкусный, вызывающий отвращение;ανεύφραντο φαΐ — безвкусная пища
-
19 αρρωστικός
η, ό показанный при данной болезни; способствующий излечению;αρρωστικό φαΐ — диетическое блюдо
-
20 γενναίος
αία, ο[ν]1) мужественный, храбрый, доблестный, смелый;γενναίος στρατιώτης — доблестный воин;
γενναία απάντηση — смелый ответ;
2) благородный;γενναία πράξη — благородный поступок;
3) щедрый;γενναία αμοιβή — щедрое вознаграждение;
4) изобильный, чрезмерный; роскошный;γενναιο φαΐ (πιοτό) — много еды (питья);
γενναίο γλέντι — роскошный пир
См. также в других словарях:
φαΐ — το / φαγίον, ΝΜ, και φαγί και φαγεί και φαεί Ν, και φαγεῑον και φαγίν Μ φαγητό, έδεσμα νεοελλ. φρ. α) «άλλο φαΐ τώρα» ας αλλάξουμε θέμα β) «πήγε το φαΐ στην ράχη μου» από στενοχώρια ή ανησυχία δεν ευχαριστήθηκα το φαγητό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
φαΐ — το γεν. φαγιού, βλ. φαγητό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Φάι, Ερβέρτος Αύγουστος Στέφανος — (Faye, 1814 – 1902). Γάλλος αστρονόμος. Σπούδασε στην Πολυτεχνική Σχολή του Παρισιού και κατόπιν προσελήφθη στο αστεροσκοπείο της ίδιας πόλης. Το 1843 ανακάλυψε τον φερώνυμο περιοδικό κομήτη. Τιμήθηκε για την ανακάλυψή του αυτή με το βραβείο… … Dictionary of Greek
χάι φάι — Ν άκλ. τεχνολ. όρος χρησιμοποιούμενος για τον χαρακτηρισμό τών συστημάτων εγγραφής και αναπαραγωγής ήχου υψηλής πιστότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρκτικόλεξο από αγγλ. high fidelity «υψηλή πιστότητα»] … Dictionary of Greek
αποφάγι — φάι κ. φαγούδι συνήθως στον πληθ. υπολείμματα φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + φαγί ή < (αρχ. απαρέμφ.) αποφαγείν] … Dictionary of Greek
Φαίδρου — Φαί̱δρου , Φαῖδρας masc gen sg Φαῖδρος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Φαίδρω — Φαί̱δρω , Φαῖδρας masc gen sg (attic epic ionic) Φαῖδρος masc nom/voc/acc dual Φαῖδρος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιός — ά, ό / φαιός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ή Ν 1. (ιδίως για το χρώμα τού λυκαυγούς ή τού λυκόφωτος) αυτός που έχει χρώμα μεταξύ λευκού και μαύρου, σκούρος, μουντός 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) η Φαιά μυθ. αγριόχοιρος που λυμαινόταν την περιοχή τού… … Dictionary of Greek
Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia