-
1 φιλτρα
φιλτρα, Liebestränke. Auch eine Pflanze, aus der diese Tränke bereitet wurden -
2 φίλτρα
φίλτρονlove-charm: neut nom /voc /acc pl -
3 φίλτρ'
φίλτρα, φίλτρονlove-charm: neut nom /voc /acc pl -
4 φιλτρον
τό [φιλέω] тж. pl.1) любовный напиток, приворотное зелье Pind., Eur., Xen., Arst. etc.τῷ φίλτρῳ ἐκμῆναι τὸν πόθον τινός Soph. — колдовским зельем разбудить чью-л. страсть
2) возбудитель, движущее начало(φίλτρα τῆς τόλμης Aesch.)
φέρει φ. τὸ τίκτειν, ὥσθ΄ ὑπερκάμνειν τέκνων Eur. — материнство побуждает переносить страдания из-за детей3) очарование, восторгφ. φρενῶν Eur. — радость для души
4) успокоительное средствоφ. ἵππειον Pind. — средство унять (ретивого) коня, т.е. узда
5) чары, привлекательность, прелесть(ἐνῆν τῇ κόρῃ πολλὰ φίλτρα Plut.)
εἰρήνης φ. Plut. — прелести мирной жизни6) только pl. любовь(τὰ θεῶν φίλτρα Eur.; τὰ μητρὸς φίλτρα Anth.)
τῶν φίλτρων τινὸς στέρεσθαι Eur. — быть лишенным чьей-л. любви7) бот. дикий пастернак (считавшийся афродисийским средством; ср. Φιλτραῖος) -
5 φίλτρον
A love-charm, whether a potion, or any other means,ἔστιν.. φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος E.Hipp. 509
, cf. Ph. 1260, Andr. 540 (anap.), Arist.MM 1188b32, Theoc.2.1, Dsc.2.164, Alciphr. 1.37, etc.;οὐκ ἐπὶ θανάτῳ διδόναι [φάρμακον] ἀλλ' ἐπὶ φίλτροις Antipho 1.9
: of the robe of Nessus by which Deïanira hoped to win back the love of Hercules, S.Tr. 584, 1142.2 generally, charm, spell,οἱ φ. ἐν θυμῷ ὕμνοι τίθεν Pi.P.3.64
; φ. ἵππειον, of the bit, Id.O.13.68; φίλτρα τόλμης spells to produce boldness, of oracles, A.Ch. 1029;δεινὸν τὸ τίκτειν καὶ φέρει φ. μέγα E.IA 917
, cf. Fr. 103 (anap.), HF 1407;αἱ ξυγγενεῖς ὁμιλίαι.. φ. οὐ σμικρὸν φρενῶν Id.Tr.52
; of ἀρεταί, Id.Andr. 207;φίλτρα γάμου AP9.422
(Apollonid.);ἕν ἐστ' ἀληθὲς φ. εὐγνώμων τρόπος Men.646
; εἰρήνης φ. a charm to promote peace (i.e. γεωργία), Plu.Num.16; [παῖδες] νήπιοι ψυχῆς εἰσιν ἰσχυρὰ φ. ἐξομηρεύσασθαι δυνάμενα στρατηγὸν πρὸς πατρίδα Onos.1.12
.3 love, affection, in pl., (lyr.), cf. El. 1309 (anap.), AP7.623 (Aemil.): also in sg.,τὸ πρὸς τὴν πατρίδα φ. SIG876.7
(Smyrna, Epist.Severi et Caracallae);πᾶσι δὲ φ. κάλλιπεν AP15.45
, cf. Ael.NA10.17, Opp.C.3.108, Lib.Or.3.22;τὸ πρὸς ἀμφοτέρους φ. Id.Ep.297.1
.III = σταφυλῖνος, Eust.1163.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φίλτρον
-
6 φίλτρον
φίλτρον, τό, Liebesmittel, Liebeszauber, Liebestrank, jedes Mittel, Liebe zu erwecken, Zauber; Pind. Ol. 13, 65 P. 3, 69; vgl. bes. Theocr. 2, 1; ἔτι νήπια Antiphil. 2 (V, 111); Anreiz, Antrieb, τόλμης, zur Kühnheit, Aesch. Ch. 1025; τοιῷδε φίλτρῳ τὸν σὸν ἐκμῆναι πόϑον Soph. Tr. 1132, vgl. 581; Eur. öfter; u. in Prosa, Xen. Mem. 2, 3,11. 14. 3, 11, 16; εἰρήνης, die Lockungen od. Reize des Friedens, Plut. Num. 16; δεύτερα φίλτρα γάμου, Reizung zur zweiten Ehe, Apollnds 19 (IX, 422). Auch im Allgem., Liebe, vgl. Eur. Troad. 859 u. s. Herm. Orph. p. 823, wie τὰ μητρὸς φίλτρα Aemilian. 1 (VII, 623).
-
7 πλειστηρίζομαι
πλειστηρίζομαι, Einen der Sache wegen am meisten anklagen, Etwas als hauptsächlichste Ursache wovon angeben, Aesch. Ch. 1026, καὶ φίλτρα τόλμης τῆςδε πλειστηρίζομαι τὸν Λοξίαν.
-
8 σπένδω
σπένδω, fut. σπείσω, aor. ἔσπεισα, perf. ἔσπεικα, Plut. Sert. 14 ass. ἔσπεισμαι, – spenden, ein Trankopfer darbringen, indem man, bevor man sclbst trinkt, einen Theil des Getränkes auf den Tisch oder den Opferaltar oben abgießt, Hom. absolut, ἐπεὶ σπεῖσάν τ' ἔπιόν ϑ' ὅσον ἤϑελε ϑυμός, Od. 3, 342 u. öfter; auch mit εὔχομαι verbunden, 15, 258, ἐπὴν σπείσῃς τε καὶ έὔξεαι 3, 45; bes. am Ende der Mahlzeit, vor dem Zubettgehen; – mit dem dat. des Gottes, dem man spendet; ὄφρα ἀϑανάτοισι σπείσαντες κοίτοιο μεδώμεϑα, Od. 3, 334; οὔ τέ τεῳ σπένδεσκε ϑεῶν ὅτι μὴ Διΐ, Il. 16, 227; ἵνα σπένδῃσϑα ϑεοῖσιν, Od. 4, 591; δέπας ἑλὼν σπείσασκε ϑεοῖσιν, 8, 89; – mit dem dat. instrum., πολλὰ δὲ καὶ σπένδων χρυσέῳ δέπαϊ λιτάνευεν, Il. 23, 196; Od. 7, 137; οὐκ εἶχον μέϑυ λεῖψαι ἐπ' αἰϑομένοις ἱεροῖσιν, ἀλλ' ὕδατι σπένδοντες, 12, 363; doch auch σπένδειν οἶνον, Il. 11, 775 Od. 18, 151, wie παρεστίους σπένδοντα λοιβάς Soph. El. 262; σπονδὰς ἔσπεισα, Eur. El. 512; σπείσασα νερτέροις χοάς, Or. 1322; auch im med., ϑεοῖς ἐσπεισάμην σπονδάς, Alc. 1028, vgl. Phoen. 1246. – Selten in Prosa, wie Plat. Legg. VII, 799 b Xen. Cyr. 7, 1, 1. Ueberh. ausgießen, ἐκ χρυσέης φιάλης ἐς τὴν ϑάλασσαν, Her. 7, 54; vergießen, sprengen, spritzen, 4, 187; σπένδειν φίλτρα γάμου, den Zauber der Vermählung durch ein feierliches Ehebündniß weihen, Apollnds. 19 (IX, 422). – Das med. nimmt die bestimmte Bdtg an »durch Traukopfer«, wie ste bei feierlichen Verträgen, Bündnissen, Aussöhnungen üblich waren, »einen Vertrag mit Einem schließen«, sich mit ihm verbinden; absolut, einen Vertrag schließen, Her. 3, 144; σπείσασϑαι εἰρήνην, feierlich Frieden schließen, 7, 148; νεῖκος ἐσπ εῖσϑαι, Eur. Med. 1140, einen Zwist feierlich beilegen; ἀναίρεσιν τοῖς νεκροῖς, einen Vertrag über das Aufnehmen und Bestatten der Todten schließen, Thuc. 3, 24; ähnl. ἀναχώρησιν, 3, 109; ὁ δ' μὲν σπενδόμενοι, τὰ δὲ πολεμοῠντες, 1, 18; – gewöhnlich τινί, mit Einem, ἐσπείσω τοῖς Λάκωσιν, Ar. Ach. 285; Ἀϑηναίοις, Thuc. 5, 5; σπ. τινὶ σπονδάς, 5, 14; Xen. An. 1, 9, 7 u. öfter; auch πρὸς τοὺς Ἀϑηναίους, Thuc. 5, 17. 30, wie Xen. An. 3, 5, 16; Plut. de am. prolis 2; σπένδεσϑαι τῇ πρεσβείᾳ, der Gesandtschaft sicheres Geleit feierlich zusagen, Aesch. 3, 23; Pol. 2, 32, 3, u. sonst.
-
9 συμ-φλέγω
-
10 βραβεύω
βραβεύω, Kampfspiele anordnen u. die Kampfpreise ertheilen, z. B. ἅμιλλαν Plut. sol. an. 2; übh. entscheiden, τὰ δίκαια Dem. 3, 28; κρίσεις Plut. Cc. 42; ἔριν Rom. 9; πολέμους Lyc. 30; verwalten, φίλτρα Mel. 11 (XII, 56). – Pass., verwaltet werden, Pol. 6, 4; Plut. Cam. 42; τὰ παρά τινι βραβευόμενα, seine Anordnungen, Isocr. 5, 70.
-
11 κωτίλος
κωτίλος (κόπτω? eigtl. durch Geschwätzigkeit ermüdend), geschwätzig, plauderhaft, bes. mit dem Nebenbegriffe des Schmeichelns, kosend; Theogn. 295; τὰ φίλτρα τὰ κωτίλα Ep. ad. 660 (VII, 221); ἀνήρ Soph. frg. 606; von der Schwalbe, Anacr. 9, 2, wie Arist. H. A. 1, 1 a. E. die Thiere eintheilt in κωτίλα καὶ σιγηλὰ ζῶα; Folgde; καὶ λάλος D. Hal. 6, 70; καὶ φιλόφωνος Plut. adv. Col. 29; κωτίλη ἁρμονία D. Hal. de vi Dem. 49; ὄμματα, geschwätzige, vielsagende Augen, Philodem. 13 (V, 131). – Adv., spottend, Sp.
-
12 κατ-ανάγκη
κατ-ανάγκη, ἡ, Zwang, Zwangsmittel; ἐρωτικαί, das sind φιλτρα, Liebestränke, Synes. – Auch eine Pflanze, aus der diese Tränke bereitet wurden.
-
13 θελξί-νοος
-
14 θέλκτρον
θέλκτρον, τό, = ϑελκτήριον, καὶ φίλτρα Soph. Tr. 585.
-
15 βραβευω
1) быть судьей на состязании, распределять награды, судить(ἅμιλλαν, τὸν ἀγῶνα τῶν Νεμείων Plut.)
2) постановлять, решать(τὰ δίκαια Dem.; τὰ τοῦ πολέμου, τὰ τῆς εἰρήνης Plut.)
τὰ παρά σοι βραβευόμενα Isocr. — принимаемые тобой решения3) управлять, направлять(ὅπλα τε καὴ βέλη Plut.; φίλτρα Anth.)
-
16 επιτεχναομαι
придумывать, выдумывать(πρῆγμά τι Her.; φίλτρα τινά Plut.)
ἐ. τινί τι Luc. — затеять что-л. против кого-л. -
17 θελκτηριος
21) околдовывающий, волшебный(φίλτρα ἔρωτος Eur.)
2) чарующий, полный обаяния(ὄμματος τόξευμα Aesch.)
3) завлекающий, обольстительный(μῦθος Aesch.; ἐπῳδή Plut.)
4) успокаивающий, умиротворяющий(μύθου μῦθος θ. Aesch.)
-
18 θελξινοος
-
19 κωτιλος
-
20 συγκοιτος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φίλτρα — Χαρακτηρισμός συσκευών ή οργάνων που επιτρέπουν το εκλεκτικό από αυτά πέρασμα μορφών ύλης ή ενέργειας, όπως το ηλεκτρικό φ., το οπτικό φ., το φ. των αυτοκινήτων κ.ά. Τα οπτικά και φωτογραφικά φ. επιτρέπουν το εκλεκτικό πέρασμα ορισμένων… … Dictionary of Greek
φίλτρα — φίλτρον love charm neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλτρ' — φίλτρα , φίλτρον love charm neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek
φίλτρο — (I) το / φίλτρον, ΝΜΑ μαγικό μέσο ή φάρμακο που χρησιμεύει για να εμπνέει, να διατηρεί, να διεγείρει ή να επαναφέρει τον έρωτα (α. «ερωτικό φίλτρο» β. «ἔστιν... φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος», Ευρ.) 2. ανατ. η υπορρινική αύλακα νεοελλ. φρ. «μητρικό … Dictionary of Greek
ραδιοθεραπεία — Η χρησιμοποίηση της ακτινοβολίας των φυσικών και τεχνητών ραδιενεργών ουσιών για θεραπευτικούς σκοπούς. Αμέσως μετά την ανακάλυψη της ραδιενέργειας από τους Γάλλους φυσικούς Μπεκερέλ και Κιουρί, διαπιστώθηκε και η βιολογική ενέργεια της. Το 1901… … Dictionary of Greek
ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα … Dictionary of Greek
PHILTRA — quibus in amorem per vim inducuntur homines, ἀνάγκαι quoque et κατανάγκαι Graecis dicta, ut ex Synesio discimus, qui κατανάγκας et καταδέσμους in amatoriis memorat. Unde et herba, cuius ad amatoria usus, Plinio, l. 27. c. 8. catanance appellatur … Hofmann J. Lexicon universale
αθροιστικός — Αυτός που έχει σχέση με την άθροιση. (Γραμμ.) Αθροιστικά ή περιληπτικά ονόματα. Αυτά που στον ενικό αριθμό έχουν περιληπτική σημασία π.χ. η βουλή (αντί οι βουλευτές), ο στρατός (αντί οι στρατιώτες), η πόλη (αντί οι πολίτες) κλπ. αθροιστικές ή… … Dictionary of Greek
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek