Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

φίλτρα

См. также в других словарях:

  • φίλτρα — Χαρακτηρισμός συσκευών ή οργάνων που επιτρέπουν το εκλεκτικό από αυτά πέρασμα μορφών ύλης ή ενέργειας, όπως το ηλεκτρικό φ., το οπτικό φ., το φ. των αυτοκινήτων κ.ά. Τα οπτικά και φωτογραφικά φ. επιτρέπουν το εκλεκτικό πέρασμα ορισμένων… …   Dictionary of Greek

  • φίλτρα — φίλτρον love charm neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φίλτρ' — φίλτρα , φίλτρον love charm neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διήθηση — Διαδικασία διαχωρισμού στοιχείων που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς κάποια ιδιαίτερη ιδιότητα. Η επεξεργασία αυτή εφαρμόζεται σε πολλούς τομείς. δ. αερίων.Πραγματοποιείται είτε κατευθύνοντας τον αέρα, που περιέχει πολύ λεπτές σκόνες, να περάσει… …   Dictionary of Greek

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • φίλτρο — (I) το / φίλτρον, ΝΜΑ μαγικό μέσο ή φάρμακο που χρησιμεύει για να εμπνέει, να διατηρεί, να διεγείρει ή να επαναφέρει τον έρωτα (α. «ερωτικό φίλτρο» β. «ἔστιν... φίλτρα μοι θελκτήρια ἔρωτος», Ευρ.) 2. ανατ. η υπορρινική αύλακα νεοελλ. φρ. «μητρικό …   Dictionary of Greek

  • ραδιοθεραπεία — Η χρησιμοποίηση της ακτινοβολίας των φυσικών και τεχνητών ραδιενεργών ουσιών για θεραπευτικούς σκοπούς. Αμέσως μετά την ανακάλυψη της ραδιενέργειας από τους Γάλλους φυσικούς Μπεκερέλ και Κιουρί, διαπιστώθηκε και η βιολογική ενέργεια της. Το 1901… …   Dictionary of Greek

  • ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …   Dictionary of Greek

  • PHILTRA — quibus in amorem per vim inducuntur homines, ἀνάγκαι quoque et κατανάγκαι Graecis dicta, ut ex Synesio discimus, qui κατανάγκας et καταδέσμους in amatoriis memorat. Unde et herba, cuius ad amatoria usus, Plinio, l. 27. c. 8. catanance appellatur …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αθροιστικός — Αυτός που έχει σχέση με την άθροιση. (Γραμμ.) Αθροιστικά ή περιληπτικά ονόματα. Αυτά που στον ενικό αριθμό έχουν περιληπτική σημασία π.χ. η βουλή (αντί οι βουλευτές), ο στρατός (αντί οι στρατιώτες), η πόλη (αντί οι πολίτες) κλπ. αθροιστικές ή… …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»