Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

φάλος

См. также в других словарях:

  • φαλός — white masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλος — horn masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλός — ή, όν, Α 1. αυτός που λάμπει, ο λευκός 2. (κατά τον Ησύχ.) «τραυλός, κωφός, μωρός» 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φαλός α) (κατά τον Απολλ. Σοφ.) «τὸ λάμπρυσμα τῆς περικεφαλαίας» β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φαλὸς ὁ λόφος τῆς περικεφαλαίας καὶ τρυφαλεία …   Dictionary of Greek

  • φάλος — ο, ΝΑ το πρόσθιο μεταλλικό μέρος τής περικεφαλαίας, το οποίο προεξέχει («Ἀτρεΐδης δὲ ἐρυσσάμενος ξίφος ἀργυρόηλον πλῆξεν ἀνασχόμενος κόρυθος φάλον», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. ονομ. κάποιου μεταλλικού εξαρτήματος τής περικεφαλαίας, το… …   Dictionary of Greek

  • φαλά — φαλός white neut nom/voc/acc pl φαλά̱ , φαλός white fem nom/voc/acc dual φαλά̱ , φαλός white fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλόν — φαλός white masc acc sg φαλός white neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλοῖσι — φαλός white masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλοί — φαλός white masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλοῦ — φαλός white masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλούς — φαλός white masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλῆς — φαλός white fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»