-
1 ἀμφίφαλος
ἀμφί-φαλος ( φάλος): double-ridged, double-crested, of a helmet with divided crest. (Il.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀμφίφαλος
См. также в других словарях:
τετράφαλος — ον, Α αυτός που έχει τέσσερεις μετάλλινες προεξοχές, αλλ. τετραφάληρος («θλάσσε δὲ τετράφαλον κυνέην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + φάλος «κόσμημα τής περικεφαλαίας» (πρβλ. ἀμφί φαλος)] … Dictionary of Greek
αμφίφαλος — ἀμφίφαλος, ον (Α) (για περικεφαλαία) αυτή που έχει δυο φάλους, δύο προεξοχές όμοιες με κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + φάλος*] … Dictionary of Greek