-
1 φάκινον
φάκινοςmade of lentils: masc acc sgφάκινοςmade of lentils: neut nom /voc /acc sg -
2 φάκινος
A made of lentils,ἄρτος Sopat. 1
; φάκινον δεῖ ποιεῖν i.e. of the consistency of φακῆ, Zos.Alch.p.172 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φάκινος
-
3 ἔτνος
A thick soup made with pease or beans, Ar.Ach. 246, Ra.62, 506, Pl.Hp.Ma. 290d;ἔ. πίσινον Ar.Eq. 1171
;φάκινον Hp.
Acut.(Sp.) 53;κυάμινον Gal.Vict.Att.53
; as poultice, τὸ ἔτνος τὸ ἐκ τῶν κυάμων Lycusap. Orib.9.35.1. ( ἑτνος from a false deriv. from ἕω, EM387.9, etc.)
См. также в других словарях:
φάκινον — φάκινος made of lentils masc acc sg φάκινος made of lentils neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράκινος — ίνη, ον, Α [ῥάκος] 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος ή που αποτελείται από κουρέλια («καταπέτασμα τῆς τραπέζης ῥάκινον», επιγρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το φάκινον ουσία που χρησιμοποιούνταν από τους αλχημιστές … Dictionary of Greek