Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φάκινον

См. также в других словарях:

  • φάκινον — φάκινος made of lentils masc acc sg φάκινος made of lentils neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ράκινος — ίνη, ον, Α [ῥάκος] 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος ή που αποτελείται από κουρέλια («καταπέτασμα τῆς τραπέζης ῥάκινον», επιγρ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το φάκινον ουσία που χρησιμοποιούνταν από τους αλχημιστές …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»