-
1 φάκηλος
A the middle finger, PLond.1821.297.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φάκηλος
-
2 σφάκελος
σφᾰκελ-ος, ὁ,A gangrene, mortification, or, of bones, caries, Hp.Aph.7.78; τοῦ ἐγκεφάλου Id. Aër.10 (pl.); so called when farther advanced than γάγγραινα, cf. Gal.2.632, 18(1).687.2 generally, spasm, convulsion, A.Pr. 878 (anap.); κατὰ δ' ἐγκέφαλον πηδᾷ ς. E.Hipp. 1352 (anap.): metaph., σ. ἀνέμων the convulsive fury of winds, A.Pr. 1045 (anap.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφάκελος
См. также в других словарях:
φάκηλος — ὁ, Α βλ. σφάκελος (II) … Dictionary of Greek
σφάκελος — (I) ο, ΝΑ νεοελλ. νεκρωτικός ιστός που βρίσκεται σε εξέλιξη προς την αποβολή του, όπως στη γάγγραινα τού δέρματος αρχ. 1. (για οστά) σήψη 2. σπασμώδης κίνηση, σπασμός («ὑπό μ αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσι», Αισχύλ.) 3. φρ.… … Dictionary of Greek