Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σφακελισμός

См. также в других словарях:

  • σφακελισμός — rot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφακελισμός — ο, ΝΜΑ [σφακελίζω] σήψη τών ριζών, που έχει ως επακόλουθο την εξασθένηση και τον θάνατο τών δένδρων ή τών θάμνων μσν. (σχετικά με ίππους) επιληψία αρχ. 1. γάγγραινα, νέκρωση 2. αναισθησία μερών τού σώματος από ψύξη 3. μεγάλη λύπη …   Dictionary of Greek

  • σφακελισμοῖς — σφακελισμός rot masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφακελισμοῖσι — σφακελισμός rot masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφακελισμοί — σφακελισμός rot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφακελισμοῦ — σφακελισμός rot masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφακελισμούς — σφακελισμός rot masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφακελισμῶν — σφακελισμός rot masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφακελισμῷ — σφακελισμός rot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφακελισμόν — σφακελισμός rot masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κράδος — κράδος, ὁ (Α) 1. νόσος τών φυτών, και ιδίως τής συκιάς, που μαυρίζει τα κλαδιά τους («καλεῑται δὲ σφακελισμὸς μέν, ὅταν αἱ ῥίζαι μελανθῶσι κράδος δέ, ὅταν οἱ κλάδοι», Θεόφρ.) 2. κλάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κράδη, μτγν. και σπάνιος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»