-
1 σφακελισμος
-
2 σφακελισμός
σφακελισμός, ὁ, = Folgdm, Sp.
-
3 σφακελισμός
σφακελισμόςrot: masc nom sg -
4 σφακελισμός
ο с.-х. поражение гнилью -
5 σφακελισμός
σφᾰκελ-ισμός, ὁ, = sq.,Aὀστέων Hp.Art. 33
(pl.);τοῦ ἐγκεφάλου Id.Morb.2.5
, cf. Arist.PA 672a33; of plants, rot, Thphr.HP4.14.2,4, 8.10.1; of the effect of cold on the foetus, Arist.Pr. 860a19, cf. Erot.Fr.18.2 = λύπη σφοδρά, Stoic.3.100.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σφακελισμός
-
6 ἀπο-σφακελισμός
ἀπο-σφακελισμός, ὁ, dasselbe, Medic.
-
7 σφακελισμοί
σφακελισμόςrot: masc nom /voc pl -
8 σφακελισμούς
σφακελισμόςrot: masc acc pl -
9 σφακελισμόν
σφακελισμόςrot: masc acc sg -
10 θερμασια
ἥ1) (внутреннее) тепло, теплота2) повышенная температура, жар(θ. καὴ σφακελισμός Arst.; διαρροία καὴ θ. Plut.)
-
11 σφακελισμοίς
-
12 σφακελισμοῖς
-
13 σφακελισμοίσι
-
14 σφακελισμοῖσι
-
15 σφακελισμού
-
16 σφακελισμοῦ
-
17 σφακελισμώ
-
18 σφακελισμῷ
-
19 σφακελισμών
-
20 σφακελισμῶν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σφακελισμός — rot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακελισμός — ο, ΝΜΑ [σφακελίζω] σήψη τών ριζών, που έχει ως επακόλουθο την εξασθένηση και τον θάνατο τών δένδρων ή τών θάμνων μσν. (σχετικά με ίππους) επιληψία αρχ. 1. γάγγραινα, νέκρωση 2. αναισθησία μερών τού σώματος από ψύξη 3. μεγάλη λύπη … Dictionary of Greek
σφακελισμοῖς — σφακελισμός rot masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακελισμοῖσι — σφακελισμός rot masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακελισμοί — σφακελισμός rot masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακελισμοῦ — σφακελισμός rot masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακελισμούς — σφακελισμός rot masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακελισμῶν — σφακελισμός rot masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακελισμῷ — σφακελισμός rot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφακελισμόν — σφακελισμός rot masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κράδος — κράδος, ὁ (Α) 1. νόσος τών φυτών, και ιδίως τής συκιάς, που μαυρίζει τα κλαδιά τους («καλεῑται δὲ σφακελισμὸς μέν, ὅταν αἱ ῥίζαι μελανθῶσι κράδος δέ, ὅταν οἱ κλάδοι», Θεόφρ.) 2. κλάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού κράδη, μτγν. και σπάνιος] … Dictionary of Greek