-
1 ύστερ'
ὕστερα, ὕστερονthe afterbirth: neut nom /voc /acc plὕστερα, ὕστεροςlatter: neut nom /voc /acc plὕστερε, ὕστεροςlatter: masc voc sgὕστεραι, ὕστεροςlatter: fem nom /voc pl -
2 ὕστερ'
ὕστερα, ὕστερονthe afterbirth: neut nom /voc /acc plὕστερα, ὕστεροςlatter: neut nom /voc /acc plὕστερε, ὕστεροςlatter: masc voc sgὕστεραι, ὕστεροςlatter: fem nom /voc pl -
3 ὑστερ-αλγής
ὑστερ-αλγής, ές, Mutterschmerzen habend od. verursachend, Hippocr.
-
4 υστερ(ι)νός
η, ό1) поздний, запоздалый; позднейший; 2) крайний, последний;στο λέω γιά υστερ(ι)νή φορά! — в последний раз тебе говорю!;
στην ώρα την υστερ(ι)νή — в свой последний час;
3) филос, апостериорный;§ καλά υστερ(ι)νά! — желаю тебе счастливой старости!;
υστερ(ι)νή μου γνώση ( — или υστερ(ι)νε μου λογισμέ) να σ' είχα πρώτα! — посл, задним умом крепок!
-
5 υστερ(ι)νός
η, ό1) поздний, запоздалый; позднейший; 2) крайний, последний;στο λέω γιά υστερ(ι)νή φορά! — в последний раз тебе говорю!;
στην ώρα την υστερ(ι)νή — в свой последний час;
3) филос, апостериорный;§ καλά υστερ(ι)νά! — желаю тебе счастливой старости!;
υστερ(ι)νή μου γνώση ( — или υστερ(ι)νε μου λογισμέ) να σ' είχα πρώτα! — посл, задним умом крепок!
-
6 ὑστερέω
A , al.: [tense] aor. ὑστέρησα (freq. with v.l. ὑστέρισα) Hdt.1.70, etc.: [tense] pf.ὑστέρηκα D.S.15.47
, Ep.Hebr.4.1: [tense] plpf.ὑστερήκειν Th.3.31
:—[voice] Pass., [tense] aor.ὑστερήθην 2 Ep.Cor.11.9
, J.AJ15.6.7: ([etym.] ὕστερος):— to be behind or later, come late, opp. προτερέω orφθάνω, ὑστέρησαν οἱ ἄγοντες Hdt.1.70
, cf. E.Ph. 976, X.HG 5.1.3, Pl.Grg. 447a: c. dat. modi,ὑ. τῇ διώξει Th.1.134
;τῇ βοηθείᾳ D.59.3
: simply, occur later, of thunder after lightning, Epicur.Ep.2p.46U.II c. gen. rei, come later than, come too late for, ὑστέρησαν (v.l. ὑστέρισαν) ἡμέρῃ μιῇ τῆς συγκειμένης came one day after the appointed day, Hdt.6.89; ὑ. τῆς μάχης ἡμέραις (sic leg. cum cod.C1, pro - ρας) πέντε came too late for the battle by five days, X.An.1.7.12;ὑστερήσαντες οὐ πολλῷ Th.8.44
;ὑ. δείπνου Amphis 39
; ἐπειδὴ τῆς Μυτιλήνης ὑστερήκει had come too late to save M., Th.3.31; ὑ. τῆς πατρίδος fail to assist it, X.Ages.2.1; τῶν λέμβων ὑ. miss them, Plb.5.101.4;τῶν καιρῶν Arist.SE 175a26
;τῆς ἐργασίας PCair.Zen. 25.12
(iii B. C.);ταύτης [τῆς ὥρας] Gal.7.362
;τῆς βοηθείας D.S. 13.110
.2 c. gen. pers., come after him,ὑ. εἰς Ἁλίαρτον τοῦ Λυσάνδρου X.HG3.5.25
: also c. dat., come too late for him, Th.7.29.3ὑ. ἔς τι Hp.Epid.6.7.3
.III metaph., lag behind, be inferior to,τῶν.. ἀποστόλων 2 Ep.Cor.11.5
;ἐμπειρίᾳ ὑ. τῶν ἄλλων Pl.R. 539e
; μηδ' ἐν ἄλλῳ μηδενὶ μέρει ἀρετῆς ὑ. ib. 484d;ἵνα γνῶ τί ὑστερῶ ἐγώ LXXPs.38(39).5
.IV fail to obtain, lack,τἀγαθοῦ Clearch.Com.3.5
;τοῦ δικαίου PEnteux.86.11
(iii B. C.);ξύλων ἀκανθίνων οὐχ ὑστεροῦσι, ἀλλ' ἢ ἔχουσιν ἱκανά PCair.Zen. 270.5
(iii B. C.):—[voice] Med. (with [tense] aor. [voice] Pass.),ὑστερεῖσθαί τινος D.S.18.71
, Ep.Rom.3.23, J.AJ15.6.7, PMasp. 2 iii 14 (vi A. D.); ὑστερηθεὶς τῆς ὁράσεως having lost his sight, PLond.5.1708.85 (vi A. D.);δάνιον δανιεῖς αὐτῷ ὅσον ἂν ἐπιδέηται καὶ καθ' ὅσον ὑστερεῖται LXX De.15.8
(cod. A); in [tense] fut. [voice] Med., παιδὸς ὑστερήσομαι ( ἐστερήσομαι corr. Reiske) E.IA 1203.2 abs., fail, come to grief, Phld.Oec.p.50 J.; fall short of supplies,ἵνα μηθὲν ὑστερῇ τὰ ἐλαιούργια PHib.1.43.6
(iii B. C.):—[voice] Med., to be in want, Ev.Luc. 15.14, 1 Ep.Cor.8.8; [tense] pf. part. ὑστερημένοι those who have failed, Phld.Herc.1457.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑστερέω
-
7 ὑστέρημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑστέρημα
-
8 ὑστέρησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑστέρησις
-
9 ὑστερησμός
ὑστερ-ησμός, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑστερησμός
-
10 ὑστερητικὸς
ὑστερ-ητικὸς τύπος, of a fever,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑστερητικὸς
-
11 ὑστερίζω
A- ιῶ D.4.32
, Arist.Ph. 262b17: [tense] aor. ὑστέρισα (v. ὑστερέω, which is a freq. v. l.):— like ὑστερέω, come after, come later or too late, Th.6.69, X.An.6.1.18, Men.364.5, Sam. 325; of attacks of fever, Gal.7.353;ὑ. ἐν [τοῖς καιροῖς] X.Cyr.8.5.7
, cf. 7.5.46, Arist.Ph. l.c., GA 770a22; αἱ ὧραι ὑ. the seasons are late, Plu.Luc.31; of the mind, Arist.SE 174a19; c. gen.,ὑ. τῶν καιρῶν
to be behind, come too late for,D.
4.35, 18.102;τῶν ἔργων Id.4.38
, cf. ib.32;τῶν πραγμάτων Isoc.3.19
;τῶν βαρβάρων Id.4.164
; ὑ. τῶν συλλογισμῶν to be behind-hand in apprehending them, Arist. Rh. 1400b32, cf. 1410b25;τὸ ναυτικὸν πρὸς ἅπασαν ὑστερίζον βοήθειαν Plu.Ant.63
; κραυγῇ οὐδὲν ὑστεριζούσῃ τοῦ λαγῶ lagging behind it, X.Cyr.1.6.40.II metaph., lag behind, be or become inferior to, c. gen.,ἀθληταί τινες.. ὑ. τῶν ἀντιπάλων Id.Mem.3.5.13
; τοὶς λόγοις ὑ., opp. τοῖς ἔργοις πρωτεύω, Arist.Rh.Al. 1420a18.III ὑ. τῆς ἀκμῆς τῆς ἐμαυτοῦ I am later than, i.e. past, my prime, Isoc.9.73; ἂν ὑστερίζῃ τῆς τεταγμένης ἀκμῆς if the guest is later than the appointed time, Alex.149.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑστερίζω
-
12 ὑστερικός
A suffering in the womb, hysterical, Hp.Prorrh.1.119, Arist.GA 776a10;ὑ. πνίξ
passio hysterica, hysterics,Sor.
2.26. Gal.11.47; also in pl., Id.14.181; so τὰ ὑστερικά (sc. πάθη) Hp.Aph.5.35. Adv.-κῶς, πνιγόμεναι Dsc.2.8
.2 of or belonging to the womb,σκληρύσματα Hp.Coac. 517
; ὑμένες, πόρος, Arist.GA 717a5, 720b31; σπερμάτια remedial for the womb, Hp.Mul. 1.45.II ἐν ὑ. τόπῳ dub. sens. in PLond.3.755v.7 (iv A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑστερικός
-
13 ὑστέριος
A afterbirth, Cyran.56; cf. ὕστερον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑστέριος
-
14 ὑστεραλγής
ὑστερ-αλγής, ές, Mutterschmerzen habend od. verursachend
См. также в других словарях:
υστερ(ο)- — / ὑστερ(ο) α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο: α) προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία εκείνου που γίνεται ή αρχίζει αργότερα, ύστερα (πρβλ. υστερο γενής, υστερο γραφος, υστερο φημία βλ. και λ. ύστερος) β) αποτελεί α… … Dictionary of Greek
υστερ(ι)νός, -ή, -ό — και στερνός, ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έρχεται ή γίνεται κατόπι, ο επόμενος, ο ακόλουθος, ο κατοπινός: Καλά στερνά (καλά γεράματα). 2. έσχατος, τελευταίος, ύστατος: Άκουσέ με για στερνή φορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὕστερ' — ὕστερα , ὕστερον the afterbirth neut nom/voc/acc pl ὕστερα , ὕστερος latter neut nom/voc/acc pl ὕστερε , ὕστερος latter masc voc sg ὕστεραι , ὕστερος latter fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… … Dictionary of Greek
ένη — (I) ἔνη, η (θηλ. τοὺ ἔνος* ως επίρρ., στις πλάγιες πτώσεις μόνο) (Α) μεθαύριο, την τρίτη μέρα («ἀπιέναι, παρεῑναι δ εἰς ἔνην» να φύγουν και να παρουσιαστούν μεθαύριο, Αριστοφ.). (II) ἕνη, η (θηλ. τοὺ ἕνος*) (Α) η τελευταία, η τριακοστή μέρα τού… … Dictionary of Greek
κρατεραλγής — κρατεραλγής, ές (Α) άτεγκτος, σκληρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + αλγής (< ἄλγος, τό), πρβλ. πολυ αλγής, υστερ αλγής] … Dictionary of Greek
προτεραίος — α, ο / προτεραῑος, αία, ον, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη ημέρα, στην παραμονή («τῇ προτεραίᾳ ἡμέρα τῆς μάχης», Θουκ.) 2. (το θηλ. ως oυσ.) ἡ προτεραία η προηγούμενη μέρα, η παραμονή («τῇ προτεραίᾳ τῆς θυσίας», Ανδοκ.) αρχ … Dictionary of Greek
πυρραία — ἡ, Α 1. ως κύριο όν. Πυρραία μυθική ονομασία τής Θεσσαλίας προερχόμενη από τον μύθο τής Πύρρας και τού Δευκαλίωνος 2. πιθ. είδος ενδύματος με κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρρός «ερυθρός, κοκκινωπός» + κατάλ. αία, θηλ. τής κατάλ. αῖος* (πρβλ.… … Dictionary of Greek
υστεροκαταληψία — η, Ν ιατρ. υστερία με συμπτώματα καταληψίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < υστερ ία + καταληψία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
υστερόμορφος — η, ο, Ν αυτός που μοιάζει με υστερία, υστερικόμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υστερ ία + μορφος (< μορφή)] … Dictionary of Greek
έξυπνος — η, ο επίρρ. α και ξυπνός, ή, ό και ξύπνιος, ια, ιο επίρρ. ια 1. που έχει σηκωθεί από τον ύπνο, που δεν κοιμάται, ξυπνητός: Ύστερ από το ξενύχτι, παραδέρνω έξυπνος ακόμα (Κ. Παλαμάς). – Έξυπνος κι ονειρεύεται (Α. Βαλαωρίτης). 2. μτφ., ευφυής, που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)