Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

υποψηφιότητα

  • 1 adaylık

    υποψηφιότητα

    Türkçe-Yunanca Sözlük > adaylık

  • 2 candidature

    υποψηφιότητα

    Dictionnaire Français-Grec > candidature

  • 3 кандидатура

    кандидатура ж η υποψη φιότητα* выставить (снять) свою \кандидатурау υποβάλλω (αποσύρω) την υποψηφιότητα μου выдвину! ь чью-л. \кандидатурау προ τείνω υποψήφιο
    * * *
    ж
    η υποψηφιότητα

    вы́ставить (снять) свою́ кандидату́ру — υποβάλλω (αποσύρω) την υποψηφιότητά μου

    вы́двинуть чью-л. кандидату́ру — προτείνω υποψήφιο

    Русско-греческий словарь > кандидатура

  • 4 баллотироваться

    баллотироваться βάζω (или υποβάλλω) υποψηφιότητα
    * * *
    βάζω ( или υποβάλλω) υποψηφιότητα

    Русско-греческий словарь > баллотироваться

  • 5 кандидатура

    кандидатур||а
    ж ἡ ὑποψηφιότητα [-ης]:
    вы́ставить (снять) чью-л. \кандидатурау ὑποβάλλω (αποσύρω) τήν ὑποψηφιότητα κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > кандидатура

  • 6 кандидатура

    θ.
    1. υποψηφιότητα•

    выставить чью-л. -у προτείνω για υποψήφιο•

    снять свою -у αποσύρω την υποψηφιότητα μου.

    2. υποψήφιος•

    подходящая кандидатура καλός υποψήφιος.

    Большой русско-греческий словарь > кандидатура

  • 7 баллотировать

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > баллотировать

  • 8 кандидатура

    η υποψηφιότητα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кандидатура

  • 9 выставить

    выставить 1) (экспонировать) εκθέτω 2) (предлагать) υποβάλλω, προτείνω· \выставить кан дидатуру υποβάλλω την υπο ψηφιότητα· \выставить требования προβάλλω απαιτήσεις
    * * *
    1) ( экспонировать) εκθέτω
    2) ( предлагать) υποβάλλω, προτείνω

    вы́ставить кандидату́ру — υποβάλλω την υποψηφιότητα

    вы́ставить тре́бования — προβάλλω απαιτήσεις

    Русско-греческий словарь > выставить

  • 10 баллотироваться

    баллотир||оваться
    (βάζω) ὑποψηφιότητα, ψηφίζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > баллотироваться

  • 11 выставлять

    выставлять
    несов
    1. (вперед) προβάλλω, προεκβάλλω:
    \выставлять но́гу προβάλλω τό πόδι·
    2. (предлагать) προτείνω, προβάλλω:
    \выставлять кандидату́ру προτείνω (или ὑποβάλλω) τήν ὑποψηφιοτητα·
    3. (предъявлять) προβάλλω, παραθέτω, παρουσιάζω:
    \выставлять требования προβάλλω διεκδικήσεις, διεκδικώ, ἐγείρω ἀπαίτησιν \выставлять возражения φέρω ἀντιρρήσεις, προβάλλω ἀντιρρήσεις·
    4. (на выставке) ἐκθέτω:
    \выставлять напоказ ἐπιδεικνύω, ἐκθέτὠ
    5. (представлять, показывать) παρουσιάζω, δείχνω, κάμνω:
    \выставлять в хорошем (плохом) свете παρουσιάζω εὐμενως (δυσμενώς)· \выставлять кого-л. в смешном виде γελοιοποιώ κάποιον·
    6. (проставлять) θέτω, βάζω:
    \выставлять дату βάζω ἡμερομηνία, χρονολογώ·
    7. (прогонять) разг βγάζω ἔξω, ἀποπέμπω, ἐκ-βάλλω, ἐκδιώκω κάποιον:
    \выставлять кого-л. за дверь βγάζω κάποιον ἔξω· ◊ \выставлять окна βγάζω τά παράθυρα.

    Русско-новогреческий словарь > выставлять

  • 12 отвод

    отвод
    м
    1. (воды) ἡ παροχέτευση [-ις], ἡ ἀποχέτευση [-ις]·
    2. (кандидата и т. п.) ἡ ἐξαίρεση [-ις]:
    дава́ть \отвод ἀπορρίπτω τήν ὑποψηφιότητα· подлежащий \отводу ἀπορριπτέος, ἐξαιρέσιμος·
    3. тех. ἡ γωνιά / эл. ἡ διακλάδωση (σωλήνα, ήλεκτροσυρμάτων κ.λ.π.), τό κύρτωμα, ἡ καμπή·
    4. (земель) ἡ παροχή, ἡ ἀπονομή· ◊ для \отвода глаз γιά τά μάτια

    Русско-новогреческий словарь > отвод

  • 13 предлагать

    предлагать
    несов
    1. προτείνω:
    \предлагать свой услу́гя προσφέρομαι νά βοηθήσω· \предлагать новый проект προτείνω νέο σχέδιο· \предлагать кандидатуру προτείνω τήν ὑποψηφιότητα· \предлагать тост за кого́-л. ἐγείρω πρόποσιν ὑπέρ, κάνω πρόποση γιά κάποιον \предлагать вниманию παρουσιάζω· \предлагать кому́-л. высказаться καλώ κάποιον νά πεῖ τήν γνώμη του· \предлагать задачу βάζω πρόβλημα·
    2. (предписывать) ὁρίζω, προτείνω· ◊ \предлагать ру́ку (и сердце) κάνω πρόταση γάμου.

    Русско-новогреческий словарь > предлагать

  • 14 представлять

    представлять
    несов
    1. (предъявлять) παρουσιάζω, ἐμφανίζω, δείχνω:
    \представлять документы δείχνω τά χαρτιά, δείχνω τά ἔγγραφά \представлять доказательства παρουσιάζω ἀποδείξεις·
    2. (знакомить) συστήνω, συσταίνω, συνιστώ, παρουσιάζω·
    3. (к награде, к ордену) προτείνω, ὑποβάλλω ὑποψηφιότητα κάποιου·
    4. (воображать) φαντάζομαι, διανοούμαι, ἀναπαριστώ νοερά:
    вы не можете себе представить... δέν μπορείτε νά φαντασθείτε...· представь себе φαντάσου·
    5. (изображать) παριστάνω, παρουσιάζω:
    \представлять кого́-л. в смешном виде γελοιοποιώ κάποιον
    6. театр. παριστάνω, παίζω·
    7. (причинять, доставлять) παρουσιάζω, προκαλώ:
    это не представляет тру́дно-сти αὐτό γίνεται εὔκολα, αὐτό δέν εἶναι δύσκολο·
    8. (быть, являться чем-л.):
    \представлять большую ценность ἔχω μεγάλη ἀξία· что он представляет собою? τί είδους ἄνθρωπος εἶναι;· он ничего́ собою не представляет αὐτός δέν εἶναι τίποτε·
    9. (быть представителем) εἶμαι ἀντιπρόσωπος, ἀντιπροσωπεύω, ἐκπροσωπώ:
    \представлять чьи-л. интересы ἀντιπροσωπεύω τά συμφέροντα κάποιου.

    Русско-новогреческий словарь > представлять

  • 15 самоотвод

    самоотвод
    м:
    брать \самоотвод ἀποσύρω τήν ὑποψηφιότητά μου, ζητώ τήν ἀπαλλαγή μου ἀπό ὑποψήφιος.

    Русско-новогреческий словарь > самоотвод

  • 16 соискание

    соиска||ние
    с ἡ διεκδίκηση [-ις]:
    диссертация на \соискание ученой степени доктора иау́к ἐναίσιμος ἐπί διδακτορία διατριβή· выдвинуть на \соискание премии προτείνω ὑποψηφιότητα γιά τό βραβείο.

    Русско-новогреческий словарь > соискание

  • 17 candidacy

    [-dəsi]
    noun (being a candidate.) υποψηφιότητα

    English-Greek dictionary > candidacy

  • 18 nomination

    1) (the act of nominating: the nomination of a president.) διορισμός,χρίσμα,ανάδειξη
    2) (a suggestion of a particular person for a post etc: We've had four nominations for the job.) υποψηφιότητα,πρόταση

    English-Greek dictionary > nomination

  • 19 run for

    (to stand for election for: He is running for president.) θέτω υποψηφιότητα

    English-Greek dictionary > run for

  • 20 stand

    [stænd] 1. past tense, past participle - stood; verb
    1) (to be in an upright position, not sitting or lying: His leg was so painful that he could hardly stand; After the storm, few trees were left standing.) στέκομαι
    2) ((often with up) to rise to the feet: He pushed back his chair and stood up; Some people like to stand (up) when the National Anthem is played.) στέκομαι,σηκώνομαι όρθιος
    3) (to remain motionless: The train stood for an hour outside Newcastle.) στέκω
    4) (to remain unchanged: This law still stands.) παραμένω,ισχύω
    5) (to be in or have a particular place: There is now a factory where our house once stood.) στέκω
    6) (to be in a particular state, condition or situation: As matters stand, we can do nothing to help; How do you stand financially?) στέκω,υφίσταμαι,είμαι σε κατάσταση
    7) (to accept or offer oneself for a particular position etc: He is standing as Parliamentary candidate for our district.) θέτω υποψηφιότητα
    8) (to put in a particular position, especially upright: He picked up the fallen chair and stood it beside the table.) στήνω(όρθιο),ακουμπώ,βάζω
    9) (to undergo or endure: He will stand (his) trial for murder; I can't stand her rudeness any longer.) δικάζομαι/υποφέρω,ανέχομαι
    10) (to pay for (a meal etc) for (a person): Let me stand you a drink!) κερνώ
    2. noun
    1) (a position or place in which to stand ready to fight etc, or an act of fighting etc: The guard took up his stand at the gate; I shall make a stand for what I believe is right.) θέση
    2) (an object, especially a piece of furniture, for holding or supporting something: a coat-stand; The sculpture had been removed from its stand for cleaning.) βάθρο,στήριγμα,βάση
    3) (a stall where goods are displayed for sale or advertisement.) πάγκος,περίπτερο
    4) (a large structure beside a football pitch, race course etc with rows of seats for spectators: The stand was crowded.) εξέδρα
    5) ((American) a witness box in a law court.) θέση εξεταζόμενου μάρτυρα
    - standing 3. noun
    1) (time of lasting: an agreement of long standing.) διάρκεια
    2) (rank or reputation: a diplomat of high standing.) (κοινωνική κλπ.)θέση,υπόληψη
    4. adjective
    ((of an airline passenger or ticket) costing or paying less than the usual fare, as the passenger does not book a seat for a particular flight, but waits for the first available seat.) σε κατάσταση αναμονής
    5. adverb
    (travelling in this way: It costs a lot less to travel stand-by.) σε κατάσταση αναμονής
    - standing-room
    - make someone's hair stand on end
    - stand aside
    - stand back
    - stand by
    - stand down
    - stand fast/firm
    - stand for
    - stand in
    - stand on one's own two feet
    - stand on one's own feet
    - stand out
    - stand over
    - stand up for
    - stand up to

    English-Greek dictionary > stand

См. также в других словарях:

  • υποψηφιότητα — η, Ν 1. το να είναι κανείς υποψήφιος 2. φρ. «υποβάλλω [ή θέτω ἡ βάζω] υποψηφιότητα» συμμετέχω σε ψηφοφορία ως υποψήφιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποψήφιος. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποψηφιότης, μαρτυρείται από το 1854 στον Π. Χιώτη] …   Dictionary of Greek

  • υποψηφιότητα — η το να είναι κανείς υποψήφιος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • εκθέτω — (AM ἐκτίθημι) 1. θέτω έξω, τοποθετώ σε υπαίθριο μέρος 2. εγκαταλείπω νεογέννητο βρέφος 3. αφηγούμαι με λεπτομέρειες προφορικά ή εγγράφως νεοελλ. 1. θέτω σε κοινή θέα 2. τοποθετώ κάτι ως έκθεμα σε έκθεση («θα εκθέσει τα έργα του στο Παρίσι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • Βαλντχάιμ, Κουρτ — (Kurt Waldheim, Βιέννη 1918 –). Αυστριακός πολιτικός, διπλωμάτης, γενικός γραμματέας του ΟΗΕ (1971 81) και πρόεδρος της Αυστριακής Δημοκρατίας (1986 92). Την περίοδο 1956 60 υπηρέτησε πρεσβευτής της χώρας του στη Γαλλία και τον Καναδά. Το 1962… …   Dictionary of Greek

  • Δομινικανή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δομινικανή Δημοκρατία Έκταση: 48.730 τ. χλμ Πληθυσμός: 8.721.594 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σάντο Ντομίνγκο (2.061.302 κάτ. το 2001)Κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, που καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του… …   Dictionary of Greek

  • Κίτον, Νταϊάν — (Diane Keaton, Λος Άντζελες 1946 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού και σκηνοθέτριας Νταϊάν Χολ (Diane Hall). Έκανε θεατρικές σπουδές στο κολέγιο της Σάντα Άνα στην Καλιφόρνια, καθώς και στη Νέα Υόρκη. Προέβαλε ένα ισορροπημένο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»