Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

υποψηφιότητα

  • 1 υποψηφιότητα

    [-ης (-ητος)] η кандидатура;

    βάζω ( — или θέτω, υποβάλλω) υποψηφιότητα — выставлять кандидатуру;

    αποσύρω την υποψηφιότητα μου снять свою кандидатуру

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υποψηφιότητα

  • 2 υποψηφιότητα

    [ипопсифиотита] ουσ. θ. кандидатура,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υποψηφιότητα

  • 3 υποψηφιότητα

    [ипопсифиотита] ουσ θ кандидатура.

    Эллино-русский словарь > υποψηφιότητα

  • 4 αποσύρω

    (αόρ. απόσυρα и απέσυρα) μετ.
    1) оттаскивать назад; убирать; удалять;

    αποσύρω τα χώματα από τον δρόμο — убрать землю с дороги;

    2) прям., перен. брать обратно, забирать; снимать, отменять;

    αποσύρω χρήματα από το ταμιευτήριο — снять деньги со сберкнижки;

    αποσύρω αγωγήν — прекращать иск;

    αποσύρω τα παιδιά μου από το σχολείο — забирать детей из школы;

    αποσύρω την πρόταση μου — снимать своё предложение;

    αποσύρω τό θέμα απ' την ημερήσια διάταξη — снимать вопрос с повестки дня;

    αποσύρω την υποψηφιότητα μου — отвести свою кандидатуру, сделать самоотвод;

    3) отзывать, отводить (войска и т. п.);

    αποσύρομαι

    1) — удаляться; — отходить; — уходить;

    αποσύρομαι στο δωμάτιο μου — уходить в свою комнату;

    αποσύρομαι στην επαρχία — удаляться в провинцию;

    αποσύρομαι γιά ύπνο — отходить ко сну;

    2) отступать, отходить (о войсках);
    3) оставлять (работу и т. п.), отходить от дел

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αποσύρω

  • 5 εκθέτω

    (αόρ. εξέθεσα и εξέθηκα, παθ. αόρ. εξετέθην и εκτέθηκα) μετ.
    1) выставлять, вывешивать, выкладывать (наружу); 2) выставлять напоказ, экспонировать; 3) компрометировать, порочить;

    εκθέτω την υπόληψη τινός — портить чью-л. репутацию;

    4) подвергать действию (физических или химических факторов);
    5) излагать; докладывать;

    εκθέτω με λίγα λόγια — излагать в немногих словах;

    § εκθέτωτι εις πλειστηριασμόν — продавать что-л, с аукциона, с молотка;

    εκθέτω υποψηφιότητα — выставлять кандидатуру на выборах;

    εκθέτω τη ζωή μου (σε κίνδυνο) — рисковать жизнью;

    εκθέτω βρέφος — подкидывать, подбрасывать кому-л. ребёнка

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εκθέτω

  • 6 υποδείχνω

    μετ.
    1) указывать (на что-л.);

    υποδείχνω τα λάθη (τίς ελλείψεις) — указывать на ошибки (недостатки);

    υποδείχνω τον κίνδυνο — обращать внимание на опасность;

    2) подсказывать (что-л.), наводить на мысль (о чём-л.);
    του υπόδειξα πώς να... я ему подсказал, как...; 3) называть, предлагать (кого-что-л.);

    υποδείχνω υποψηφιότητα — предлагать, называть кандидатуру;

    υποδείχνω λύση — предлагать решение

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υποδείχνω

См. также в других словарях:

  • υποψηφιότητα — η, Ν 1. το να είναι κανείς υποψήφιος 2. φρ. «υποβάλλω [ή θέτω ἡ βάζω] υποψηφιότητα» συμμετέχω σε ψηφοφορία ως υποψήφιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποψήφιος. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποψηφιότης, μαρτυρείται από το 1854 στον Π. Χιώτη] …   Dictionary of Greek

  • υποψηφιότητα — η το να είναι κανείς υποψήφιος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • εκθέτω — (AM ἐκτίθημι) 1. θέτω έξω, τοποθετώ σε υπαίθριο μέρος 2. εγκαταλείπω νεογέννητο βρέφος 3. αφηγούμαι με λεπτομέρειες προφορικά ή εγγράφως νεοελλ. 1. θέτω σε κοινή θέα 2. τοποθετώ κάτι ως έκθεμα σε έκθεση («θα εκθέσει τα έργα του στο Παρίσι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • Βαλντχάιμ, Κουρτ — (Kurt Waldheim, Βιέννη 1918 –). Αυστριακός πολιτικός, διπλωμάτης, γενικός γραμματέας του ΟΗΕ (1971 81) και πρόεδρος της Αυστριακής Δημοκρατίας (1986 92). Την περίοδο 1956 60 υπηρέτησε πρεσβευτής της χώρας του στη Γαλλία και τον Καναδά. Το 1962… …   Dictionary of Greek

  • Δομινικανή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δομινικανή Δημοκρατία Έκταση: 48.730 τ. χλμ Πληθυσμός: 8.721.594 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σάντο Ντομίνγκο (2.061.302 κάτ. το 2001)Κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, που καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του… …   Dictionary of Greek

  • Κίτον, Νταϊάν — (Diane Keaton, Λος Άντζελες 1946 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού και σκηνοθέτριας Νταϊάν Χολ (Diane Hall). Έκανε θεατρικές σπουδές στο κολέγιο της Σάντα Άνα στην Καλιφόρνια, καθώς και στη Νέα Υόρκη. Προέβαλε ένα ισορροπημένο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»