-
21 stand for
1) (to be a candidate for election to: He stood for Parliament.) βάζω υποψηφιότητα για2) (to be an abbreviation for: HQ stands for Headquarters.) συμβολίζω,σημαίνω3) (to represent: I like to think that our school stands for all that is best in education.) αντιπροσωπεύω4) (to tolerate: I won't stand for this sort of behaviour.) ανέχομαι -
22 баллотироваться
[μπαλλατίραβατσα] ρ. βάζω υποψηφιότητα -
23 кандидатура
[κανντιντατούρα] ουσ. θ. υποψηφιότητα -
24 баллотироваться
[μπαλλατίραβατσα] ρ βάζω υποψηφιότητα -
25 кандидатура
[κανντιντατούρα] ουσ θ υποψηφιότητα -
26 баллотировать
-
27 выставить
-влю, -вишь ρ.σ.μ.1. βγάζω, αφαιρώ•выставить раму из окна βγάζω το πλαίσιο του παραθύρου.
2. μετακινώ, τοποθετώ αλλού•-щкаф в коридор βγάζω τη ντουλάπα στο διάδρομο.
|| μτφ. (απλ.) διώχνω, εκδιώκω• выставить кого-н. из комнаты βγάζω κάποιον έξω από το δωμάτιο. || εκθέτω σε θέα.3. προβάλλω, προεκβάλλω•грудь προτείνω το στήθος.
4. βάζω, εκθέτω•выставить кандидатуру βάζω υποψηφιότητα•
выставить требования βάζω τα αιτήματα.
5. τοποθετώ•выставить охрану βάζω φρουρά•
выставить часовых βάζω σκοπούς.
6. παρουσιάζω, παραστοάνω•выставить в смешном виде παρουσιάζω γελοίου•
выставить себя ученым παρουσιάζομαι, σαν επιστήμονας.
7. εγγράφω•выставить оценки за четверть βάζω τους μαθητικούς βαθμούς τού τρίμηνου.
8. παοατάσσω•выставить большую армию παρατάσσω πολύ στρατό•
выставить веские аргументы αραδιάζω σοβαρά επιχειρήματα•
выставить возражения προβάλλω αντιρρήσεις.
βγαίνω, προβάλλω, -ομαι•из окна -лась лохматая голова από το παράθυρο πρόβαλε αναμαλλιασμένο κεφάλι.
-
28 перебаллотировать
-
29 поддержать
ρ.σ.μ.1. υποβαστάζω, υποστηρίζω.2. υποβοηθώ, παρέχω βοήθεια, συντρέχω, επικουρώ, συμπαραστέκομαι. || ενισχύω•поддержать наступление артиллерийским огнм υποστηρίζω την επίθεση με πυρά πυροβολικού.
|| διατηρώ, κρατώ (στη ζωή)•травы и фрукты -ли парти-занов τα χόρτα και τα φρούτα συντηρούσαν τους αντάρτες.
|| εμψυχώνω, δίνω κουράγιο, ενθαρρύνω.3. είμαι με το,μέρος κάποιου•предложение υποστηρίζω την πρόταση•
поддержать кандидатуру υποστηρίζω την υποψηφιότητα•
поддержать мн-ние υποστηρίζω τη γνώμη.
4. διατηρώ, έχω•переписку έχω αλληλογραφία•
поддержать знакомство έχω γνωριμία•
поддержать разговор έχω κουβέντα•
поддержать огонь κρατώ άσβηστη τη φωτιά•
поддержать здоровье προσέχω την υγεία.
|| τηρώ, κρατώ•поддержать порядок τηρώ την τάξη.
-
30 nomination
1) υποψηφιότητα2) χρίσμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
υποψηφιότητα — η, Ν 1. το να είναι κανείς υποψήφιος 2. φρ. «υποβάλλω [ή θέτω ἡ βάζω] υποψηφιότητα» συμμετέχω σε ψηφοφορία ως υποψήφιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποψήφιος. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποψηφιότης, μαρτυρείται από το 1854 στον Π. Χιώτη] … Dictionary of Greek
υποψηφιότητα — η το να είναι κανείς υποψήφιος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
εκθέτω — (AM ἐκτίθημι) 1. θέτω έξω, τοποθετώ σε υπαίθριο μέρος 2. εγκαταλείπω νεογέννητο βρέφος 3. αφηγούμαι με λεπτομέρειες προφορικά ή εγγράφως νεοελλ. 1. θέτω σε κοινή θέα 2. τοποθετώ κάτι ως έκθεμα σε έκθεση («θα εκθέσει τα έργα του στο Παρίσι») 3.… … Dictionary of Greek
Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… … Dictionary of Greek
Βαλντχάιμ, Κουρτ — (Kurt Waldheim, Βιέννη 1918 –). Αυστριακός πολιτικός, διπλωμάτης, γενικός γραμματέας του ΟΗΕ (1971 81) και πρόεδρος της Αυστριακής Δημοκρατίας (1986 92). Την περίοδο 1956 60 υπηρέτησε πρεσβευτής της χώρας του στη Γαλλία και τον Καναδά. Το 1962… … Dictionary of Greek
Δομινικανή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δομινικανή Δημοκρατία Έκταση: 48.730 τ. χλμ Πληθυσμός: 8.721.594 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σάντο Ντομίνγκο (2.061.302 κάτ. το 2001)Κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, που καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του… … Dictionary of Greek
Κίτον, Νταϊάν — (Diane Keaton, Λος Άντζελες 1946 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού και σκηνοθέτριας Νταϊάν Χολ (Diane Hall). Έκανε θεατρικές σπουδές στο κολέγιο της Σάντα Άνα στην Καλιφόρνια, καθώς και στη Νέα Υόρκη. Προέβαλε ένα ισορροπημένο… … Dictionary of Greek