Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

υποψηφιότητα

  • 21 stand for

    1) (to be a candidate for election to: He stood for Parliament.) βάζω υποψηφιότητα για
    2) (to be an abbreviation for: HQ stands for Headquarters.) συμβολίζω,σημαίνω
    3) (to represent: I like to think that our school stands for all that is best in education.) αντιπροσωπεύω
    4) (to tolerate: I won't stand for this sort of behaviour.) ανέχομαι

    English-Greek dictionary > stand for

  • 22 баллотироваться

    [μπαλλατίραβατσα] ρ. βάζω υποψηφιότητα

    Русско-греческий новый словарь > баллотироваться

  • 23 кандидатура

    [κανντιντατούρα] ουσ. θ. υποψηφιότητα

    Русско-греческий новый словарь > кандидатура

  • 24 баллотироваться

    [μπαλλατίραβατσα] ρ βάζω υποψηφιότητα

    Русско-эллинский словарь > баллотироваться

  • 25 кандидатура

    [κανντιντατούρα] ουσ θ υποψηφιότητα

    Русско-эллинский словарь > кандидатура

  • 26 баллотировать

    -рую, -руешь, ρ.δ.μ.
    ψηφίζω.
    βάζω υποψηφιότητα. || ψηφίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > баллотировать

  • 27 выставить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ.
    1. βγάζω, αφαιρώ•

    выставить раму из окна βγάζω το πλαίσιο του παραθύρου.

    2. μετακινώ, τοποθετώ αλλού•

    -щкаф в коридор βγάζω τη ντουλάπα στο διάδρομο.

    || μτφ. (απλ.) διώχνω, εκδιώκω• выставить кого-н. из комнаты βγάζω κάποιον έξω από το δωμάτιο. || εκθέτω σε θέα.
    3. προβάλλω, προεκβάλλω•

    грудь προτείνω το στήθος.

    4. βάζω, εκθέτω•

    выставить кандидатуру βάζω υποψηφιότητα•

    выставить требования βάζω τα αιτήματα.

    5. τοποθετώ•

    выставить охрану βάζω φρουρά•

    выставить часовых βάζω σκοπούς.

    6. παρουσιάζω, παραστοάνω•

    выставить в смешном виде παρουσιάζω γελοίου•

    выставить себя ученым παρουσιάζομαι, σαν επιστήμονας.

    7. εγγράφω•

    выставить оценки за четверть βάζω τους μαθητικούς βαθμούς τού τρίμηνου.

    8. παοατάσσω•

    выставить большую армию παρατάσσω πολύ στρατό•

    выставить веские аргументы αραδιάζω σοβαρά επιχειρήματα•

    выставить возражения προβάλλω αντιρρήσεις.

    βγαίνω, προβάλλω, -ομαι•

    из окна -лась лохматая голова από το παράθυρο πρόβαλε αναμαλλιασμένο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > выставить

  • 28 перебаллотировать

    -рую, -руешь
    ρ.σ.μ. βάζω, θέτω ξανά σε ψηφοφορία.
    ξαναβάζω υποψηφιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > перебаллотировать

  • 29 поддержать

    ρ.σ.μ.
    1. υποβαστάζω, υποστηρίζω.
    2. υποβοηθώ, παρέχω βοήθεια, συντρέχω, επικουρώ, συμπαραστέκομαι. || ενισχύω•

    поддержать наступление артиллерийским огнм υποστηρίζω την επίθεση με πυρά πυροβολικού.

    || διατηρώ, κρατώ (στη ζωή)•

    травы и фрукты -ли парти-занов τα χόρτα και τα φρούτα συντηρούσαν τους αντάρτες.

    || εμψυχώνω, δίνω κουράγιο, ενθαρρύνω.
    3. είμαι με το,μέρος κάποιου•

    предложение υποστηρίζω την πρόταση•

    поддержать кандидатуру υποστηρίζω την υποψηφιότητα•

    поддержать мн-ние υποστηρίζω τη γνώμη.

    4. διατηρώ, έχω•

    переписку έχω αλληλογραφία•

    поддержать знакомство έχω γνωριμία•

    поддержать разговор έχω κουβέντα•

    поддержать огонь κρατώ άσβηστη τη φωτιά•

    поддержать здоровье προσέχω την υγεία.

    || τηρώ, κρατώ•

    поддержать порядок τηρώ την τάξη.

    Большой русско-греческий словарь > поддержать

  • 30 nomination

    1) υποψηφιότητα
    2) χρίσμα

    English-Greek new dictionary > nomination

См. также в других словарях:

  • υποψηφιότητα — η, Ν 1. το να είναι κανείς υποψήφιος 2. φρ. «υποβάλλω [ή θέτω ἡ βάζω] υποψηφιότητα» συμμετέχω σε ψηφοφορία ως υποψήφιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποψήφιος. Η λ., στον λόγιο τ. ὑποψηφιότης, μαρτυρείται από το 1854 στον Π. Χιώτη] …   Dictionary of Greek

  • υποψηφιότητα — η το να είναι κανείς υποψήφιος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • εκθέτω — (AM ἐκτίθημι) 1. θέτω έξω, τοποθετώ σε υπαίθριο μέρος 2. εγκαταλείπω νεογέννητο βρέφος 3. αφηγούμαι με λεπτομέρειες προφορικά ή εγγράφως νεοελλ. 1. θέτω σε κοινή θέα 2. τοποθετώ κάτι ως έκθεμα σε έκθεση («θα εκθέσει τα έργα του στο Παρίσι») 3.… …   Dictionary of Greek

  • Αϊτή — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.Βρέχεται στα Β από τον Ατλαντικό ωκεανό, στα Δ και Ν από την Καραϊβική θάλασσα, ενώ στα Α συνορεύει με τη Δομινικανή Δημοκρατία, με την οποία μοιράζονται το έδαφος του νησιού… …   Dictionary of Greek

  • Βαλντχάιμ, Κουρτ — (Kurt Waldheim, Βιέννη 1918 –). Αυστριακός πολιτικός, διπλωμάτης, γενικός γραμματέας του ΟΗΕ (1971 81) και πρόεδρος της Αυστριακής Δημοκρατίας (1986 92). Την περίοδο 1956 60 υπηρέτησε πρεσβευτής της χώρας του στη Γαλλία και τον Καναδά. Το 1962… …   Dictionary of Greek

  • Δομινικανή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Δομινικανή Δημοκρατία Έκταση: 48.730 τ. χλμ Πληθυσμός: 8.721.594 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Σάντο Ντομίνγκο (2.061.302 κάτ. το 2001)Κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική, που καταλαμβάνει το ανατολικό τμήμα του… …   Dictionary of Greek

  • Κίτον, Νταϊάν — (Diane Keaton, Λος Άντζελες 1946 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Αμερικανίδας ηθοποιού και σκηνοθέτριας Νταϊάν Χολ (Diane Hall). Έκανε θεατρικές σπουδές στο κολέγιο της Σάντα Άνα στην Καλιφόρνια, καθώς και στη Νέα Υόρκη. Προέβαλε ένα ισορροπημένο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»