-
1 υπολογίζω
1. μετ. подсчитывать, вычислять, высчитывать; насчитывать;2) включать в счёт, учитывать; δεν είναι δυνατόν να υπολογιστεί не поддаваться учёту; 3) принимать в расчёт (кого-что-л.); считаться (с кем-чем-л.);πρέπει να τον υπολογίζω — я должен с ним считаться;
δεν υπολογίζει κανένα — он ни с кем не считается;
2. αμετ. рассчитывать, надеяться (на что-л.);δεν υπολογίζω σε καμμιά βοήθεια — не рассчитывать ни на какую помощь;
υπολογίζοντας... — в расчёте на...
-
2 υπολογίζω
[ипологиэо] р. принимать в расчет, учитывать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > υπολογίζω
-
3 υπολογίζω
[ипологиэо] ρ принимать в расчет, учитывать. -
4 ὑπολογίζω
ὑπο-λογίζω, gew. med. ὑπολογίζομαι, mit in Rechnung bringen, mit an-, berechnen, berücksichtigen -
5 υπολογίζω
калкулираГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > υπολογίζω
-
6 υπολογίζω
ölçmek, hesaplamak -
7 υπολογίζω
1) apprécier2) calculer -
8 υπολογίζω
1) kalkulować czas.2) obliczać czas.3) obrachować czas.4) oceniać czas.5) policzyć czas.6) rachować czas.7) szacować czas. -
9 υπολογίζω
1) cenit2) ocenit3) odhadnout4) odhadovat5) počítat6) propočítat7) spočítat8) vykalkulovat9) vypočítat10) vypočítávat -
10 υπολογίζω
1) calculate2) determine3) estimate4) gauge5) reckonΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > υπολογίζω
-
11 estimate
υπολογίζω -
12 reckon
υπολογίζω -
13 policzyć
υπολογίζω -
14 вычислять
υπολογίζω, λογαριάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вычислять
-
15 исчислять
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > исчислять
-
16 считаться
υπολογίζω; θεωρούμαι, περνώ για... ( слыть) -
17 рассчитывать
рассчитыватьнесов1. (производить подсчет, расчет) ὑπολογίζω, λογαριάζω:\рассчитывать стоимость чего́-л. ὑπολογίζω τήν ἀξία, ὑπολογίζω τό κόστος·2. (увольнять) ἀπολύω, παύω κάποιον3. (предполагать) ὑπολογίζω, ἔχω σκοπό, προτί-θεμαι, ἔχω κατά νοῦν:он рассчитывал сегодня выехать ὑπολόγιζε σήμερα ν' ἀναχωρήσει·4. (полагаться) βασίζομαι, στηρίζομαι:он не может на это \рассчитывать δέν μπορεί νά ὑπολογίζει σ'αὐτό· твердо \рассчитывать на кого́-л. εἶμαι σίγουρος πώς... -
18 прикинуть
ρ.σ.μ.1. ρίχνω επί πλέον, συμπληρωματικά, ακόμα•прикинуть дров в печку ρίχνω κι άλλα ξύλα στη θερμάστρα.
|| ρίχνω επάνω (στο σώμα) ένδυμα. || προσθέτω, αυζαίνω.2. (για βάρος, μάκρος κ.τ.τ.) υπολογίζω, καθορίζω περίπου•прикинуть товар на руке υπολογίζω το βάρος του εμπορεύματος με το χέρι1 —на глаз υπολογίζω (εκτιμώ) με το μάτι•
прикинуть в уме υπολογίζω με το νου.
1. προσποιούμαι•прикинуть больным κάνω τον άρρωστο.
2. (για ασθένεια)• παρουσιάζομαι ξαφνικά, απρόσμενα. -
19 считать
считать 1) μετρώ, λογαριάζω, υπολογίζω 2) (полагать) θεωρώ, νομίζω, υποθέτω; κρίνω (сделать заключение) \считаться υπολογίζω; θεωρούμαι, περνώ για... (слыть)* * *1) μετρώ, λογαριάζω, υπολογίζω2) ( полагать) θεωρώ, νομίζω, υποθέτω; κρίνω ( сделать заключение) -
20 прикидывать
прикидыватьнесов, прикинуть сов разг1. (приблизительно определять) ὑπολογίζω, λογαριάζω:\прикидывать на руке (вес) ὑπολογίζω τό βάρος στό χέρι· \прикидывать на весах ζυγίζω· \прикидывать на глазок ἐκτιμώ μέ τό μάτι· \прикидывать в уме ὑπολογίζω μέ τό νοῦ μου·2. (прибавлять) προσθέτω, βάζω κι ἄλλο.
См. также в других словарях:
υπολογίζω — υπολογίζω, υπολόγισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
υπολογίζω — υπολόγισα, υπολογίστηκα, υπολογισμένος 1. λογαριάζω, αριθμώ και βρίσκω: Υπολογίζω το μισθό του σε χίλια ευρώ. 2. περιλαμβάνω στο λογαριασμό: Υπολόγισα και τα έξοδα φαγητού. 3. μτφ., παίρνω υπόψη μου, θεωρώ σπουδαίο, δίνω σημασία σε κάτι: Μην τον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υπολογίζω — ὑπολογίζομαι, ΝΑ [λογίζομαι] 1. κάνω υπολογισμό, λογαριάζω (α. «υπολόγισα τη βενζίνη που καίει το αυτοκίνητο κάθε εβδομάδα» β. «ὑπολογίζομαι εἰς τήν μίσθωσιν», επιγρ.) 2. λαμβάνω υπ όψιν, αποδίδω σημασία (α. «πρέπει να υπολογιστούν και οι… … Dictionary of Greek
μετρώ — άω (ΑΜ μετρῶ, έω) [μέτρον] 1. προσδιορίζω τις διαστάσεις, την ένταση ή την αξία ενός πράγματος με βάση ορισμένη μετρική μονάδα (α. «το οικόπεδο μετρήθηκε και είναι 450 τετραγωνικά μέτρα» β. «τάς χώρας σφέων μετρήσας κατά παρασάγγας», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
λογίζομαι — και λογιέμαι (AM λογίζομαι, Μ και λογίζω) [λόγος] συλλογίζομαι, αναλογίζομαι, υπολογίζω, σκέπτομαι (α. «λογίζεσαι τί πρόκειται να γίνει τώρα;» β. «πρὸς δὲ τοὺς θρασέως ὁτιοῡν οἰομένους ὑπομεῑναι δεῑν... τὸν πόλεμον, ἐκεῑνα βούλομαι λογίσασθαι»,… … Dictionary of Greek
αριθμώ — (AM ἀριθμῶ, έω) απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω νεοελλ. 1. καθορίζω, χαρακτηρίζω κάτι με αριθμό 2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω 3. υπολογίζω κατά προσέγγιση αρχ. 1. υπολογίζω τα χρέη μου, πληρώνω 2. θεωρώ, νομίζω 3. παθ. συγκαταλέγομαι,… … Dictionary of Greek
συνυπολογίζω — Ν υπολογίζω κάτι μαζί με κάτι άλλο, υπολογίζω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα, συναριθμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + υπολογίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
όθομαι — ὄθομαι (Α) μεριμνώ για κάτι ή για κάποιον, προσέχω, φροντίζω ή υπολογίζω κάποιον («σέθεν οὐκ ἀλεγίζω οὐδ ὄθομαι κοτέοντος» δεν σέ υπολογίζω ούτε ενδιαφέρομαι για την οργή σου, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πολλοί, επικαλούμενοι την ερμηνεία … Dictionary of Greek
αναλογίζομαι — (Α ἀναλογίζομαι) (Ν και αναλογιέμαι) 1. σκέφτομαι γεγονότα τού παρελθόντος, ξαναθυμάμαι, φέρνω στον νου μου, αναπολώ 2. σκέφτομαι κάτι που αναφέρεται στο μέλλον, υπολογίζω, λογαριάζω αρχ. 1. ανακεφαλαιώνω, συγκεφαλαιώνω 2. κάνω μαθηματικόν… … Dictionary of Greek
αναμετρώ — ( έω) (Α ἀναμετρῶ) (Ν και άω) 1. μετρώ εκ νέου, ξαναμετρώ 2. μετρώ, υπολογίζω προσεκτικά 3. εξετάζω προσεκτικά, σταθμίζω, υπολογίζω, εκτιμώ 4. φέρνω στον νου μου, ανασκοπώ, αναλογίζομαι νεοελλ. μεσ. διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι αρχ. Ι. ενεργ., 1.… … Dictionary of Greek
εναριθμώ — (Α ἐναριθμῶ, έω) 1. συγκαταριθμώ, συγκαταλέγω, συμπεριλαμβάνω, υπολογίζω («οὐκ οἰόμενοι δεῑν τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῑσθαι τοῑς ἀγαθοῑς», Αριστοτ.) 2. υπολογίζω, εκτιμώ, λογαριάζω 3. θεωρώ σπουδαίο, λογαριάζω … Dictionary of Greek