-
1 λογαριάζω
λογαριάζωcalculate: pres subj act 1st sgλογαριάζωcalculate: pres ind act 1st sg -
2 λογαριάζω
λογαριάζω, neugriechisch, rechnen, Schol.
-
3 λογαριάζω
λογαριάζω, neugriechisch, rechnen -
4 λογαριάζω
1. μετ.1) считать, подсчитывать, вычислять; 2) торг, калькулировать; 3) считаться (с кем-чем-л.); принимать в расчёт, во внимание (кого-что-л.);δεν λογαριάζω τίποτε — не считаться ни с чем;
δεν λογαριάζω κανένα — не считаться ни с кем;
εσένα κανένας δε σε λογαριάζει — никто тебя не уважает; — никто с тобой не считается;
2. αμετ. думать, намереваться, рассчитывать;§ λογαριάζω με το νού μου — раскидывать умом, размытлять;
1) — производить расчёт; — рассчитаться, расквитаться (тж. перен.);λογαριάζομαι
θα λογαριαστούμε μιά μέρα когда-нибудь рассчитаемся;2) числиться, считаться, слыть (кем-чём-л.); 3) пользоваться уважением, авторитетом;§ αυτό δεν λογαριάζεται — это не в счёт, это не считается
-
5 λογαριάζω
[логарьязо] р. считать, вычислять, предполагать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λογαριάζω
-
6 λογαριάζω
[логарьязо] ρ считать, вычислять, предполагать. -
7 λογαριάζω
A calculate, Eust. ad D.P.907, Sch.Ar.Pl. 381:—hence [suff] λογᾰρ-ιασμός, ὁ, calculation, Sch.Luc.Cat.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογαριάζω
-
8 λογαριάζω
saymak, hesaplamak -
9 λογαριάζω
calculer -
10 λογαριάζω
1) kalkulować czas.2) obliczać czas.3) obrachować czas.4) rachować czas. -
11 λογαριάζω
1) počítat2) propočítat3) spočítat4) vykalkulovat5) vypočítat6) vypočítávat -
12 λογαριάζω
calculateΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > λογαριάζω
-
13 λογαριάζετε
λογαριάζωcalculate: pres imperat act 2nd plλογαριάζωcalculate: pres ind act 2nd plλογαριάζωcalculate: imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) -
14 λογαριάσω
λογαριάζωcalculate: aor subj act 1st sgλογαριάζωcalculate: fut ind act 1st sgλογαριάζωcalculate: aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) -
15 λογαριάζει
λογαριάζωcalculate: pres ind mp 2nd sgλογαριάζωcalculate: pres ind act 3rd sg -
16 λογαριάζειν
λογαριάζωcalculate: pres inf act (attic epic) -
17 λογαριάζηται
λογαριάζωcalculate: pres subj mp 3rd sg -
18 λογαριάζοντες
λογαριάζωcalculate: pres part act masc nom /voc pl -
19 λογαριάσωμαι
λογαριάζωcalculate: aor subj mid 1st sg -
20 λογαρίασε
λογαριάζωcalculate: aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
См. также в других словарях:
λογαριάζω — calculate pres subj act 1st sg λογαριάζω calculate pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογαριάζω — λογαριάζω, λογάριασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λογαριάζω — (AM λογαριάζω) [λογάρι] υπολογίζω, αριθμώ, μετρώ, κάνω αριθμητικές πράξεις (α. «λογάριασα τα έξοδα τού μήνα» β. «λογαριάζω τις μέρες τής άδειάς μου») νεοελλ. 1. περιλαμβάνω κάτι σε κάποιο λογαριασμό, συνυπολογίζω («λογάριασες και τα έξοδα τού… … Dictionary of Greek
λογαριάζω — λογάριασα, λογαριάστηκα, λογαριασμένος 1. μτβ., αριθμώ, μετρώ, υπολογίζω: Λογάριασε τα έξοδα ταξιδιού. 2. περιλαμβάνω στο λογαριασμό, συνυπολογίζω: Λογάριασες στην τιμή και το φόρο; 3. αμτβ., σκέφτομαι, σχεδιάζω, σκοπεύω: Λογαριάζω να περάσω τις… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λογαριάζετε — λογαριάζω calculate pres imperat act 2nd pl λογαριάζω calculate pres ind act 2nd pl λογαριάζω calculate imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογαριάσω — λογαριάζω calculate aor subj act 1st sg λογαριάζω calculate fut ind act 1st sg λογαριάζω calculate aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογαριάζει — λογαριάζω calculate pres ind mp 2nd sg λογαριάζω calculate pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλολογαριάζω — λογαριάζω καλά, εκτιμώ κάτι ορθά, εκτιμώ με επιτυχία … Dictionary of Greek
λογαριασθῆναι — λογαριάζω calculate aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογαριάζειν — λογαριάζω calculate pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογαριάζηται — λογαριάζω calculate pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)