Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὑπολογίζομαι

См. также в других словарях:

  • ὑπολογίζομαι — take into account pres ind mp 1st sg ὑπολογίζομαι take into account pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπολογίζομαι — υπολογίζομαι, υπολογίστηκα, υπολογισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • υπολογίζομαι — Α βλ. υπολογίζω …   Dictionary of Greek

  • ὑπολογιζόμενον — ὑπολογίζομαι take into account pres part mp masc acc sg ὑπολογίζομαι take into account pres part mp neut nom/voc/acc sg ὑπολογίζομαι take into account pres part mp masc acc sg ὑπολογίζομαι take into account pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολογισαμένων — ὑπολογίζομαι take into account aor part mp fem gen pl ὑπολογίζομαι take into account aor part mp masc/neut gen pl ὑπολογίζομαι take into account aor part mp fem gen pl ὑπολογίζομαι take into account aor part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολογίζῃ — ὑπολογίζομαι take into account pres subj mp 2nd sg ὑπολογίζομαι take into account pres ind mp 2nd sg ὑπολογίζομαι take into account pres subj mp 2nd sg ὑπολογίζομαι take into account pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπολογίζω — ὑπολογίζομαι, ΝΑ [λογίζομαι] 1. κάνω υπολογισμό, λογαριάζω (α. «υπολόγισα τη βενζίνη που καίει το αυτοκίνητο κάθε εβδομάδα» β. «ὑπολογίζομαι εἰς τήν μίσθωσιν», επιγρ.) 2. λαμβάνω υπ όψιν, αποδίδω σημασία (α. «πρέπει να υπολογιστούν και οι… …   Dictionary of Greek

  • ὑπολογιεῖσθε — ὑπολογίζομαι take into account fut ind mp 2nd pl (attic epic) ὑπολογίζομαι take into account fut ind mp 2nd pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολογιεῖται — ὑπολογίζομαι take into account fut ind mp 3rd sg (attic epic) ὑπολογίζομαι take into account fut ind mp 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολογιζομένη — ὑπολογίζομαι take into account pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) ὑπολογίζομαι take into account pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπολογιζομένην — ὑπολογίζομαι take into account pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) ὑπολογίζομαι take into account pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»