-
1 ὕδος
-
2 ὕδος
ὕδος, τό, Wasser -
3 πηλαμύς
-
4 σύγ-κλυς
-
5 σύν-ηλυς
-
6 σμινύς
-
7 χηραμύς
χηραμύς, ύδος, ἡ, = χηραμίς, Strab. 1, 3, 4.
-
8 χλαμύς
χλαμύς, ύδος, ἡ, verwandt mit χλαῖνα, w. m. s., ein weites und grobes Oberkleid der Männer, Ar. Lys. 987; bes. der Reiter und der als Reiter dienenden ἔφηβοι, welche die χλαμύς ablegten, sobald sie Männer wurden, vgl. Mein. Men. p. 368; Mel. 9 (XII, 78); so auch τῆς χλαμύδος ἔϑιγε μόνον Plut. amat. 10, d. i. er war kaum Ephebe geworden; dah. Kriegsmantel, Kriegskleid, auch Feldherrnmantel. Ursprünglich eine macedonische Erfindung, deren Sappho zuerst gedacht haben soll, Poll. 10, 124; vgl. Böckh Att. Staatsh. I p. 115. Seltner als eine bürgerliche Tracht erwähnt, Locell. Xen. Ephes. 1, 8.
-
9 κροκύς
κροκύς, ύδος, ἡ (κρόκη), auch κροκίς geschr., s. Schaef. Greg. C. 540. 903, die vom Einschlage des Tuchs sich ablösende Wolle, ein Faden, Her. 3, 8; vgl. Plut. Sull. 35 Luc. Fugit. 28; übh. Flo che, Wolle. κοιμωμένη ἐπὶ κροκύδων Antip. Th. 32 (IX, 567); – ἀφαιρεῖν κροκύδας, = κροκυδίζω, die Flocken ablesen, ein Ausdruck für übertriebenes Schmeicheln, Phryn. in B. A. 4, vgl. 468 u. Paroem. App. 1, 42.
-
10 κάτ-ηλυς
-
11 μέτ-ηλυς
-
12 νέ-ηλυς
-
13 δᾱγύς
δᾱγύς, ῦδος, ἡ, eine wächserne Puppe der Zauberer, Theocr. 2, 110 (die Lesart δατύς des Hesych. ist minder gut), scheint thessalisch, vgl. κοροκόσμιον.
-
14 ἁμάμαξυς
-
15 ὅμ-ηλυς
-
16 ἐμύς
ἐμύς od. ἑμύς, ύδος, ἡ, Wasser- oder Sumpfschildkröte, Arist. H. A. 2, 15. 5, 33 u. öfter, mit schwankender Schreibung.
-
17 ἔπ-ηλυς
ἔπ-ηλυς, υδος, ὁ, ἡ (ἤλυϑον), der Ankömmling, Fremdling; πῶς ἂν οὖν μένοιεν ἄνδρας πολεμίους ἐπήλυδας Aesch. Pers. 243; ὦ ξένοι ἔλϑετ' ἐπήλυδες αὖϑις, kommt wieder, Soph. Phil. 1175; ξενοφονεῖν ἐπήλυδας Eur. I. T. 1021; adjectivisch, ἡ τῶν προγόνων γένεσις οὐκ ἔπηλυς οὖσα, ihre Abstammung war keine auswärtige, fremde, Plat. Menex. 237 b; Ggstz von αὐτόχϑων, Her. 1, 78. 4, 197; Isocr. 4, 33; Thuc. 1, 29; auch ἐπήλυδα ἔϑνεα, Her. 8, 73; τοῦ ἐπήλυδος γένους, D. Hal. 1, 60; τὸ ὕδωρ ἔπηλυ, Paus. 2, 5, 3.
-
18 ὕδωρ
ὕδωρ, τό, gen. ὕδατος, dat. ep. auch ὕδει, Hes. O. 61, wozu Callim. fr. 466 den nom. ὕδος gemacht hat (ὕω), das Wasser, eigtl. Regenwasser, wie Il. 16, 385 u. Pind. οὐρανίων ὑδάτων ὀμβρίων, παίδων Νεφέλας, Ol. 10, 2; u. so auch später, ὗσαι ὕδατι Her. 1, 87; γίγνεται, ἐπιγίγνεται ὕδωρ, 8, 12. 13; τὸ ὕδωρ τὸ γιγνόμενον τῆς νυκ τός, Thuc. 2, 5, vgl. 4, 75; τῶν ἐκ Διὸς ὑδάτων, Plat. Legg. VI, 761 a; τοῖς Διὸς ὕδασι χρώμενος, Critia. 113 e; auch ὑδωρ ἐξ οὐρανοῠ πολὺ ἦν, Xen. An. 4, 2, 2; vgl. Thuc. 2, 77; Arr. An. 3, 3, 6; dah. Ζεύς od. ὁ ϑεὸς ποιεῖ ὑδωρ, macht Wasser, läßt regnen, Ar. Vesp. 261; u. absol. ὕδατα ποιεῖ, es macht Wasser, regnet, Theophr.; ὕδατα ἀστραπαῖα, Gewitterregen, Plut. Symp. 4, 2, 1. – Quell- u. Flußwasser; Καφισίων ὑδάτων, Pind. Ol. 14, 1; Διρκαίων, P. 9, 88, wie Aesch. Spt. 289 u. sonst; – Meerwasser; πλατὺ ὕδωρ, Her. 2, 108; ἁλμ υρόν, Thuc. 4, 26; – ganz allgemein, im Ggstz von γῆ, Aesch. Suppl. 23 u. A.; – τὸ κατὰ χειρὸς ὕδωρ, Waschwasser (= χέρνιψ). zum Waschen der Hände vor der Mahlzeit, Ar. Vesp. 1216, vgl. Av. 464. – Sprichwörtlich ἐν ὕδατι γράφειν, Plat. Phaedr. 276 c; καϑ' ὕδατος γράφειν, Luc. catapl. 21. – In der Vbdg ἐν ὕδατι βρέχεσϑαι, Her. 3, 104, für Schweiß, unser »wie aus dem Wasser gezogen sein«. – Bei den att. Rednern bes. das Wasser der Wasseruhr, wonach dem vor Gericht Sprechenden die Zeit zugemessen wurde; dah. πρὸς τὸ αὐτὸ ὕδωρ εἰπεῖν, in derselben Redezeit vortragen, Dem. 27, 12; πᾶν ὕδωρ ἀναλώσωμεν, Din. 2, 6; τὸ ὕδωρ τοῖς ἄλλοις κατηγόροις παρόλλυμι, 1, 114; ἐν μικρῷ μέρει τοῦ παντὸς ὕδατος, in einem kleinen Theile der ganzen Redezeit, Dem. 29, 9; ἐν τῷ ἐμῷ ὕδατι, in der mir durch die Wasseruhr zugemessenen Zeit, 18, 139; ἐὰν τὸ ὕδωρ ἐγχωρῇ, wenn die Zeit ausreicht, 44, 45; Plat. sagt κατεπείγει γὰρ ὕδωρ ῥέον, Theaet. 172 d, πρὸς ὕδωρ σμικρόν 201 b. – Den plur. ὕδατα hat Hom. nur Od. 13, 109; bei den Folgdn, wie Her. 4, 140, häufiger, von allen großen oder fließenden Gewässern. – [Υ wird von Hom. an in der Hebung des Hexameters in allen Casus häufig lang gebraucht, u. so auch in den abgeleiteten Wörtern, bei den Att. ist es aber wieder kurz.]
-
19 δᾱγύς
δᾱγύς, ῦδος, ἡ, eine wächserne Puppe der Zauberer -
20 ἐμύς
ἐμύς od. ἑμύς, ύδος, ἡ, Wasser- oder Sumpfschildkröte
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ύδος — εος και ους, τὸ, Α (ποιητ. τ.) βλ. ὕδωρ … Dictionary of Greek
πηλαμύς — ύδος, ἡ, ΜΑ η παλαμίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ., ή τ. τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος. Ωστόσο έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. πηλός] … Dictionary of Greek
σύνηλυς — υδος, ὁ, ἡ, ΜΑ 1. αυτός που έρχεται ή πορεύεται μαζί με άλλον 2. (κατ επέκτ.) αυτός που συγκεντρώνεται στο ίδιο σημείο με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ηλυς (< θ. εληθ , συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ , πρβλ. ἐλεύσομαι, μελλ. τού ρ … Dictionary of Greek
χηραμύς — ύδος, ἡ, Α βλ. χηραμίς … Dictionary of Greek
χλαμύς — ύδος, ἡ, ΜΑ βλ. χλαμύδα … Dictionary of Greek
ψευδέμυς — υδος, η, Ν ζωολ. γένος νεροχελωνών τής οικογένειας εμυδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. pseudemys (< ψευδ[ο] * + ἐμύς «χελώνα τών γλυκών νερών»)] … Dictionary of Greek
κροκύδα — η (AM κροκύς, ύδος) το λεπτό χνούδι που αποσπάται από μάλλινο ύφασμα αρχ. φρ. 1. «κροκεὺς ἑδρική» υπόθετο 2. «κροκύδας ἀφαιρεῑν» το να τινάζει κάποιος το χνούδι από τα ενδύματα ενός ισχυρού, το να «ξεσκονίζει», να φέρεται με δουλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
οξύς — (I) εία, ύ (ΑΜ ὀξύς, εῑα, ύ, Α ιων. τ. θηλ. ὀξέα, ποιητ. τ. ουδ. πληθ. και ὀξεῑα) 1. αυτός που απολήγει σε αιχμηρό άκρο, αιχμηρός, μυτερός, σουβλερός 2. (για όργανα που τέμνουν) κοφτερός 3. (κυριολ. και μτφ.) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «οξεία… … Dictionary of Greek
χηραμίς — ίδος, και χηραμύς, ύδος, ἡ, Α 1. είδος πλατιού κοχυλιού που χρησίμευε ως μονάδα μέτρησης 2. (κατά τον Ησύχ.) «χηραμίδες χηραμοί, τὰ κοίλα καὶ ἔχοντα κενώματα». [ΕΤΥΜΟΛ. < χηραμός «κοίλωμα, οπή» + κατάλ. ις (πρβλ. φωλ ίς). Η λ. απαντά και με τη … Dictionary of Greek
ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν … Dictionary of Greek
хламида — церк., др. русск., ст. слав. хлам{ипсилон }да, хламида (Зогр., Остром., Еuсh. Sin.). Из греч. χλαμύς, род. п. ύδος плащ ; см. Фасмер, ИОРЯС 12, 2, 286; Гр. сл. эт. 220 … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера