-
1 κροκίς
-
2 κροκύς
κροκύς, ύδος, ἡ (κρόκη), auch κροκίς geschr., s. Schaef. Greg. C. 540. 903, die vom Einschlage des Tuchs sich ablösende Wolle, ein Faden, Her. 3, 8; vgl. Plut. Sull. 35 Luc. Fugit. 28; übh. Flo che, Wolle. κοιμωμένη ἐπὶ κροκύδων Antip. Th. 32 (IX, 567); – ἀφαιρεῖν κροκύδας, = κροκυδίζω, die Flocken ablesen, ein Ausdruck für übertriebenes Schmeicheln, Phryn. in B. A. 4, vgl. 468 u. Paroem. App. 1, 42.
См. также в других словарях:
κροκίς — κροκίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κροκίδα … Dictionary of Greek
κροκίς — fly trap fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκίδα — κροκίς fly trap fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκίδας — κροκίς fly trap fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκίδι — κροκίς fly trap fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκίδος — κροκίς fly trap fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροκίδα — η (Α κροκίς, ίδος) κροκύδα* αρχ. μυγοχάφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκη «κλωστή, νήμα» + κατάλ. ίς (πρβλ. σκελ ίς, φιαλ ίς)] … Dictionary of Greek
συγκρουστός — ή, όν, Α [συγκρούω / ομαι] (κυρίως το ουδ. πληθ.) συγκρουστά (κατά τον Ησύχ.) «ἱμάτια, ὧν ἡ κροκὶς ἀνατέτριπται» … Dictionary of Greek