-
1 πολιτεια
ион. πολῑτηΐη ἥ1) гражданские права, гражданство(πολιτηίην αἰτεῖσθαι Her.; πολιτείαν δοῦναι τινι Xen.; πολιτείαν κτήσασθαι NT.)
2) гражданственность, гражданский образ жизни(ἐν εἰρήνῃ καὴ πολιτείᾳ Dem.)
3) государственные дела4) государственная деятельность, правление(ἥ Κλεοφῶντος π. Aeschin.)
5) государственное устройство, форма правления(ἥ μοναρχικέ καὴ δημοκρατικέ π. Plat.)
6) демократическая форма правления, республика(ἥ τῶν Ἀθηναίων π. Xen.)
7) государство ( вообще) -
2 πολῑτεία
πολῑτεία, ἡ, ion. πολιτηΐη, das Bürgersein, der Stand, die Rechte des freien Bürgers, Her. 9, 34 u. öfter; das Leben als Bürger in einer Stadt, Pol. 18, 26, 6; Bürgerrecht, Thuc. 6, 104; τῆς ἐν Ἄργει μετέχειν, Xen. Hell. 4, 4, 6; πολιτείαν δοῠναί τινι, 1, 2, 10; Dem. 12, 10; τυχὼν τῆς πολιτείας, Pol. 6, 2, 12; dah. die Theilnahme an der Staatsverwaltung, οἷς γάρ ἐστ' ἐν λόγοις ἡ πολ., Dem. 19, 184; Xen. Mem. 3, 9, 15; ἀπομιμούμενος τὴν Κλεοφῶντος πολιτείαν, Aesch. 3, 150; auch τὴν πολιτείαν ἄγων, Thuc. 1, 127; Staatsverfassung; im Allgemeinen, πολιτεῖαι τρεῖς, τυραννίς, ὀλιγαρχία, δημοκρατία, Aesch. 1, 4; καλλίστη πολιτεία τυραννίς, Plat. Rep. VIII, 562 a; μοναρχικὴ καὶ δημοκρατική, Legg. VI, 756 e; ἀριστοκρατία, Polit. 301 a, u. öfter; Arist., Pol. u. A.; bes. die freie demokratische Verfassung, im Ggstz der μοναρχία Isocr. 4, 125, der τυραννίς Dem. 1, 5; τὰς πολιτείας καταλύοντας καὶ μεϑιστάντας εἰς ὀλιγαρχίαν, Dem. 15, 20, u. öfter; Ar. Equ. 217 sagt τὰ δ' ἄλλα σοι πρόςεστι δημαγωγικά, φωνὴ μιαρά, γέγονας κακῶς, ἀγοραῖος εἶ· ἔχεις ἅπαντα πρὸς πολιτείαν ἃ δεῖ; Plat. setzt auch gegenüber χρήσιμοι εἴς τε πολιτείαν καὶ ἰδίους οἴκους, Legg. VI, 796 d. – Uebh. civitas, Staat, περιγράψατέ με ἐκ τῆς πολιτείας, Aesch. 3, 209, verbannen.
-
3 πολιτεία
πολιτεία, ας, ἡ (πολίτης; Hdt.+; ins, pap; 2, 3, 4 Macc; TestAbr A 20 p. 104, 7 [Stone p. 56]; ApcMos prol.; Philo, Joseph., Just., Tat.)① the right to be a member of a sociopolitical entity, citizenship (Hdt. 9, 34; X., Hell. 1, 1, 26; 1, 2, 10; 4, 4, 6; Polyb. 6, 2, 12; Diod S 14, 8, 3; 14, 17, 3; Cyr. Ins. 57; 59; Gnomon [=BGU V 1] 47; 3 Macc 3:21, 23; Jos., Ant. 12, 119) lit., of Roman citizenship (Dio Chrys. 24 [41], 2 Ῥωμαίων π.; Ael. Aristid. 30, 10 K.=10 p. 117 D.; IG IV2/1, 84, 33 [40/42 A.D.]; Jos., Bell. 1, 194 and Vi 423 π. Ῥωμαίων.—WRamsay, The Social Basis of Roman Power in Asia Minor ’41) πολιτείαν ἐκτησάμην Ac 22:28.—In a transf. sense, this transl. is poss. (EHaupt, PEwald et al.) for Eph 2:12, but not very probable (s. 2 below).② a sociopolitical unit or body of citizens, state, people, body politic (Thu. 1, 127, 3; Pla., Rep. 10, 619c; Diod S 5, 45, 3; Appian, Bell. Civ. 2, 19 §68; Just., A II, 10, 6) ἀπηλλοτριωμένοι τ. πολιτείας τοῦ Ἰσραήλ alienated from the people of Israel Eph 2:12 (so HvSoden, MDibelius, NRSV et al.; s. 1 above).③ behavior in accordance with standards expected of a respectable citizen, way of life, conduct (Athen. 1, 19a; Herm. Wr. in Stob. p. 486, 24 Sc. ἡ τῶν ἀνθρώπων ἄγριος πολιτεία; Ps.-Liban., Charact. Ep. p. 34, 2; 47, 8; 10; Biogr. p. 261; TestAbr A 20 p. 104, 7 [Stone p. 56]; ApcMos prol.; Just., A I, 4, 2 al.; Tat.) Dg 5:4; ἀγαθὴ πολ. MPol 13:2; ἡ ἀπʼ ἀρχῆς ἀνεπίληπτος πολ. 17:1; ἡ πανάρετος καὶ σεβάσμιος πολ. 1 Cl 2:8. οἱ πολιτευόμενοι τὴν ἀμεταμέλητον πολιτείαν τοῦ θεοῦ those who follow God’s way of life, that brings no regrets 54:4 (πολιτεύεσθαι πολιτείαν in Nicol. Dam.: 90 Fgm. 126 Jac. and in the Synagogue ins fr. Stobi [c. 100 A.D.] lines 6f: ZNW 32, ’33, 93f).—DELG s.v. πόλις. M-M. TW. Spicq. -
4 πολῑτεία
πολῑτεία, ἡ, das Bürgersein, der Stand, die Rechte des freien Bürgers; das Leben als Bürger in einer Stadt; Bürgerrecht; die Teilnahme an der Staatsverwaltung; Staatsverfassung; die freie demokratische Verfassung, im Ggstz der μοναρχία; übh. civitas, Staat; περιγράψατέ με ἐκ τῆς πολιτείας, verbannen -
5 πολιτεία
η1) город;μεγάλη πολιτεία — большой город;
2) страна, государство;Αί πολιτείαι της Δύσεως — западные государства;
3) штат;Ηνωμένες Πολιτείες της 'Αμερικής Соединённые Штаты Америки; 4) политическая система, (государственный) строй;πολιτεία δημοκρατική — демократический строй;
5) отношение к..., поведение, позиция по отношению к...;η πολιτεία της διευθύνσεως απέναντι... — позиция администрации по отношению к...;
6) политическая, государственная, общественная деятельность;§ είναι βίος και πολιτεία — в его жизни было много похождений, приключений
-
6 πολιτεία
πολῑτείᾱ, πολιτείαcondition and rights of a citizen: fem nom /voc /acc dualπολῑτείᾱ, πολιτείαcondition and rights of a citizen: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————πολῑτείᾱͅ, πολιτείαcondition and rights of a citizen: fem dat sg (attic doric aeolic) -
7 πολιτεία
ἡ πολιτεία 1. гражданство; 2. государство; 3. политическая система, форма правления -
8 πολιτείᾳ
Βλ. λ. πολιτεία -
9 πολιτεία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πολιτεία
-
10 πολιτεία
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > πολιτεία
-
11 πολιτεία
1. государство, (со)общество; 2. гражданство.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > πολιτεία
-
12 πολιτεία
-
13 πολιτεία
[политиа] ουσ. Θ. госадарство, государственное устройство, образ жизни, деятельности.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > πολιτεία
-
14 πολιτεία
-ας + ἡ N 1 0-0-0-0-8=8 2 Mc 4,11; 8,17; 13,14; 3 Mc 3,21.23citizenship 3 Mc 3,21; daily life, mode of life 2 Mc 4,11; polity, nation 2 Mc 8,17Cf. SHIPP 1979, 468-469; SPICQ 1978a, 710-720 -
15 πολιτεία
[политиа] ουσ θ госадарство, государственное устройство, образ жизни, деятельности. -
16 πολιτεία
A condition and rights of a citizen, citizenship, Hdt.9.34, Th.6.104, etc.;π. δοῦναί τινι X.HG1.2.10
: pl., grants of citizenship, Arist.Ath.54.3.2 the daily life of a citizen, And.2.10, D. 19.184;ἐν εἰρήνῃ καὶ π. Id.20.122
; life, living,ἡ ἐν Βοιωτίᾳ π. Plb.18.43.6
; so perh. Ep.Eph.2.12.3 concrete, body of citizens, Arist.Pol. 1292a34.4 = Lat. civitas in geographical sense, SIG888.118 (Scaptopara, iii A. D.), Mitteis Chr.78.6 (iv A. D.), etc.II government, administration, Ar.Eq. 219, X.Mem.3.9.15, etc.;ἄγειν τὴν π. Th.1.127
;πρασύτατα καὶ ἀσελγέστατα τῇ π. κεχρῆσθαι Hyp.Eux.29
; course of policy,τῇ π. καὶ τοῖς ψηφίσμασι D.18.87
, cf. 9.3 (pl.), 18.263;ἡ Κλεοφῶντος π. Aeschin.3.150
;ἡ πρὸς Ῥωμαίους ὁμιλία καὶ π. Str.16.2.46
: pl., acts of policy, J.Vit.65.2 tenure of public office,πᾶσαν π. ἐπιφανῶς ἐκτελέσαι IG4.716.6
([place name] Hermione);ἐν τοῖς τῆς π. χρόνοις IPE12.32B76
(Olbia, iii B. C.).III civil polity, constitution of a state, Antipho 3.2.1, Th.2.37, etc.;τὴν ἐλευθερίαν.., μᾶλλον δὲ καὶ τὰς π. D.18.65
; form of gouernment, Pl.R. 562a, etc.;ὁμολογοῦνται τρεῖς εἶναι π., τυραννὶς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία Aeschin.1.4
, cf. Arist.Pol. 1293a37, etc.;αἱ τέτταρες π. Pl.R. 544b
;ἥτις ἂν π. συμφέρῃ Lys.25.8
;π. ἐστὶ τάξις ταῖς πόλεσιν ἡ περὶ τὰς ἀρχάς Arist.Pol. 1289a15
, cf. 1274b26 (pl.), 1289b27 (pl.); ὅπου μὴ νόμοι ἄρχουσιν οὐκ ἔστι π. ib. 1292a32; τὴν ἀρίστην πολιτεύεσθαι π. ib. 1288b31, cf. X.Ath.1.1, etc.2 esp. republican government, free common-wealth, Arist.EN 1160a34, Pol. 1293b22; ὅταν δὲ τὸ πλῆθος πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύηται συμφέρον, καλεῖται π. ib. 1279a39;ἄπιστον ταῖς π. ἡ τυραννίς D.1.5
;οὐ γὰρ ἀσφαλεῖς ταῖς π. αἱ πρὸς τοὺς τυράννους.. ὁμιλίαι Id.6.21
;τοὺς τὰς π. μεθιστάντας εἰς ὀλιγαρχίαν Id.15.20
;ταῖς μὲν π. πολεμοῦσι τὰς δὲ μοναρχίας συγκαθιστᾶσι Isoc.4.125
;ἔστι δήμου ἡ π. βίος Plu.2.826c
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολιτεία
-
17 πολιτεία
devlet, şehir, kent -
18 συμ-πολῑτεία
συμ-πολῑτεία, ἡ, politische Verbindung mehrerer Städte od. Staaten, Städtebund; Pol. 2, 41, 12. 44, 4; τῶν Ἀχαιῶν, der Achäische Bund, 1, 3, 5 u. öfter.
-
19 κακο-πολῑτεία
κακο-πολῑτεία, ἡ, schlechte Staatsverfassung, Pol. 15, 21, 3 u. Sp., wie Plut.
-
20 μικρο-πολῑτεία
μικρο-πολῑτεία, ἡ, Abkunft aus einer kleinen Stadt, Stob. fl. 39, 29, oder kleinstädtisches Wesen.
См. также в других словарях:
πολιτεία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολητηΐη, Α [πολιτεύομαι] 1. (στην αρχαιότητα) α) η μορφή τής κρατικής οργάνωσης που υιοθετούν οι πολίτες μιας χώρας, ο τύπος τού πολιτεύματος (α. «ὁμολογοῦνται τρεῑς εἶναι πολιτεῑαι, τυραννίς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία», Αισχίν … Dictionary of Greek
πολιτεία — η 1. το πολίτευμα μιας χώρας: Πολιτεία δημοκρατική. 2. το έδαφος, ο λαός και η πολιτική εξουσία μιας χώρας, αλλ. κράτος: Η ελληνική πολιτεία. 3. μτφ., τρόπος συμπεριφοράς και δράσης: Η πολιτεία του στην Κατοχή δεν ήταν καλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτεία — πολῑτείᾱ , πολιτεία condition and rights of a citizen fem nom/voc/acc dual πολῑτείᾱ , πολιτεία condition and rights of a citizen fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτείᾳ — πολῑτείᾱͅ , πολιτεία condition and rights of a citizen fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέα Πολιτεία — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) στην πρώην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Βρίσκεται Ν της κοινότητας Σκάλας Ωρωπού … Dictionary of Greek
πάρα — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
Παχάνγκ — Πολιτεία της Μαλαισίας στο Α τμήμα της Μαλαϊκής χερσονήσου, στη λεκάνη του ομώνυμου ποταμού. Έχει έκταση 35.800 τ.χλμ. και ο πληθυσμός της περιλαμβάνει Μαλαισίους, Κινέζους και Ινδούς. Διοικητικό κέντρο της Π. είναι η πόλη Κουατάν. Η πολιτεία… … Dictionary of Greek
Πέρακ — Πολιτεία της Μαλαισίας στο ΒΔ τμήμα της Μαλαϊκής, στη λεκάνη του ομώνυμου ποταμού. Έχει έκταση 21.005 τ. χλμ. και πληθυσμό ... κάτ. Διοικητικό κέντρο της Π. είναι η πόλη Ιπόχ. Η πολιτεία αυτή είναι μια από τις περισσότερο ανεπτυγμένες της… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Μαίην — Πολιτεία των ΗΠΑ. Βλ. λ. Μέιν … Dictionary of Greek