-
121 υγιαινω
1) быть здоровым Her., Plat.ὑγιάνας καὴ σωθείς Dem. — здоровый и невредимый;
ὑγιαίνων Lys., Xen., Plut. — здравый;2) (тж. ὑ. τὰς φρένας Her. или τέν διάνοιαν Plut.) быть душевно здоровымὑγιαίνεις μέν ; Arph. — да ты в своем уме?
3) перен. быть здоровым, нормальным(ὑγιαίνων βίος, πολιτεία ὑγιαίνουσα Plut.)
4) быть здравым, рассудительным, разумным, трезвымὑγιαίνουσαι περί τι δόξαι Plut. — здравые мнения о чем-л.
-
122 χρηστος
31) хороший, отличный(γῆ Eur.; ποτόν, σῖτος Plat.)
2) добрый, благожелательный, благосклонный(θεοί Her.; δεσπότης Men.)
χρηστὰ χρηστοῖσι ἔς τινα ἀμείβεσθαι Her. — отплатить кому-л. добром за добро;χρηστόν τι συμβουλεύειν Arph. — дать добрый совет3) счастливый, благоприятный, успешный(ἱρά, τελευτή Her.)
ἐκτελοῖτο δέ τὰ χρηστά! Aesch. — да будет же счастлив исход!;τὰ χρηστὰ ἔχει φίλους Eur. — где счастье, там друзья4) порядочный, честный(βίος Aeschin.)
χ. καὴ φιλόπολις Arph. — честный патриот;ὀλίγον τὸ χρηστόν ἐστιν собир. Arph. — порядочных людей (в Афинах) мало5) кроткий, покорный6) благоустроенный, упорядоченный(πολιτεία Isocr.; οἰκία Plat.)
7) полезный, благотворный πρὸς τέν ψυχήν Plat.; αἱ μὲν χρησταί εἰσιν λῦπαι, αἱ δὲ πονηραί Plat.χ. περὴ τέν πόλιν γεγενημένος Lys. — оказавший услуги государству;
χρηστὰ μέλιττα Arst. — пчела-работница8) знатный, именитыйοἱ χρηστοί Xen. — родовитые люди, аристократия
9) ирон. простоватый, недалекий Arph., Dem., Men.φιλόλογός γ΄ εἶ ἀτεχνῶς καὴ χ. Plat. — охотник до споров ты большой, но и простак тоже
10) изрядный, сильный(δῆγμα Luc.; χρηστὸν καὴ βαθὺ τραῦμα Luc.)
-
123 государство
το κράτος, η πολιτείαсуверенное - κυρίαρχο -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > государство
-
124 штат
I.(административно-территориальная единица с внутренним самоуправлением в некоторых странах) η πολιτεία.II.(персонал) το προσωπικ/όРусско-греческий словарь научных и технических терминов > штат
-
125 государств^
государств^с τό κράτος, ἡ πολιτεία, ἡ ἐπικράτεια:Советское \государств^ τό Σοβιετι-κό[ν] κράτος, ἡ Σοβιετική ἐπικράτεια· многонациональное \государств^ τό πολυεθνικό[ν] κράτος· глава \государств^а ὁ ἀρχηγός τοῦ κράτους. -
126 штат
штат Iм (в государстве) ἡ πολιτεία.штат IIм (личный состав) τό προσω-πικό[ν]:зачислить в \штат διορίζω (или παίρνω) στήν δουλειά· сокращение \штатов ἡ ἐλάττωση τοῦ προσωπικοῦ. -
127 βίος
ο в разн. знач жизнь;συζυγικός βίος — супружеская жизнь;
πολιτικός (δημόσιος) βίος — политическая (общественная) жизнь;
βίοι μεγάλων ανδρών жизнь замечательных людей;ο βίος της κυβερνήσεως ήτο βραχύς — правительство просуществовало недолго;
καθ' άπαντα τον βίον του или καθ' όλον του τον βίον всю свою жизнь;διά βίου пожизненно; § βίοι αγίων жития святых;αυτός είναι βίος και πολιτεία ≈ — он прошёл огонь, воду и-медные трубы
-
128 πολιτείαι
См. также в других словарях:
πολιτεία — η, ΝΜΑ, ιων. τ. πολητηΐη, Α [πολιτεύομαι] 1. (στην αρχαιότητα) α) η μορφή τής κρατικής οργάνωσης που υιοθετούν οι πολίτες μιας χώρας, ο τύπος τού πολιτεύματος (α. «ὁμολογοῦνται τρεῑς εἶναι πολιτεῑαι, τυραννίς καὶ ὀλιγαρχία καὶ δημοκρατία», Αισχίν … Dictionary of Greek
πολιτεία — η 1. το πολίτευμα μιας χώρας: Πολιτεία δημοκρατική. 2. το έδαφος, ο λαός και η πολιτική εξουσία μιας χώρας, αλλ. κράτος: Η ελληνική πολιτεία. 3. μτφ., τρόπος συμπεριφοράς και δράσης: Η πολιτεία του στην Κατοχή δεν ήταν καλή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτεία — πολῑτείᾱ , πολιτεία condition and rights of a citizen fem nom/voc/acc dual πολῑτείᾱ , πολιτεία condition and rights of a citizen fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολιτείᾳ — πολῑτείᾱͅ , πολιτεία condition and rights of a citizen fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νέα Πολιτεία — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) στην πρώην επαρχία Αττικής του νομού Ανατ. Αττικής. Βρίσκεται Ν της κοινότητας Σκάλας Ωρωπού … Dictionary of Greek
πάρα — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
παρά — Πολιτεία της βορειοκεντρικής Βραζιλίας· βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και συνορεύει με τη Γουιάνα και τη Σουρινάμ στα Β, με τις ομόσπονδες πολιτείες Μαρανιάν στα Α, Γκόιας στα ΝΑ και Μάτο Γκρόσο στα Ν, με τον Αμαζόνιο στα Δ, και με τα… … Dictionary of Greek
Παχάνγκ — Πολιτεία της Μαλαισίας στο Α τμήμα της Μαλαϊκής χερσονήσου, στη λεκάνη του ομώνυμου ποταμού. Έχει έκταση 35.800 τ.χλμ. και ο πληθυσμός της περιλαμβάνει Μαλαισίους, Κινέζους και Ινδούς. Διοικητικό κέντρο της Π. είναι η πόλη Κουατάν. Η πολιτεία… … Dictionary of Greek
Πέρακ — Πολιτεία της Μαλαισίας στο ΒΔ τμήμα της Μαλαϊκής, στη λεκάνη του ομώνυμου ποταμού. Έχει έκταση 21.005 τ. χλμ. και πληθυσμό ... κάτ. Διοικητικό κέντρο της Π. είναι η πόλη Ιπόχ. Η πολιτεία αυτή είναι μια από τις περισσότερο ανεπτυγμένες της… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Μαίην — Πολιτεία των ΗΠΑ. Βλ. λ. Μέιν … Dictionary of Greek