-
121 покрик
-а α.1. κραυγή ζώου.2. (απλ.) ξεφωνητό. -
122 покрикивание
-я ουδ.κραυγή, ξεφωνητό. -
123 призывный
επ.της κλήσης, του καλέσματος προσκλητήριος, προσκαλών•призывный крик προσκλητήρια κραυγή (για βοήθεια).
-
124 пронестись
ρ.σ.1. περνώ, διαβαίνω ταχύτατα, καλπάζοντας. || μτφ. περνώ•-елась мысль πέρασε η σκέψη.
2. μτφ. περνώ, διαβαίνω, φεύγω•день -сся быстро η μέρα πέρασε γρήγορα•
детство -лось τα παιδικά χρόνια πέρασαν.
3. διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, κυκλοφορώ•-сся слух διαδόθηκε η φήμη•
-сся крик ακούστηκε κραυγή•
-лась весть διαδόθηκε η είδηση.
-
125 протяжный
επ.τραβηχτός• παρατεταμένος•протяжный голос τραβηχτή φωνή•
протяжный крик παρατεταμένη κραυγή.
-
126 раздирающий
επ. από μτχ.σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος• γοερός•-ая драма σπαραξικάρδιο δράμα•
раздирающий крик γοερή κραυγή.
-
127 ребяческий
επ.1. παιδικός•ребяческий крик παιδική κραυγή.
2. παιδαριώδης, παιδιακίστικος, παι-διάτικος (χαμηλής κρίσης)•-ие доводы παιδιακίστικα επιχειρήματα•
-ое суждение παιδιακίστικη κρίση (συλλογισμός).
-
128 рёв
-а α.1. μούγκρισμα, -ητό, βρυχηθμός, μυκηθμός• ούρλιασμα•звери подняли рёв τα θηρία άρχισαν να μουγκρίζουν•
рёв бури το μουγκρητό της θύελλας, κραυγές, ξεφωνητό.
2. κραυγή θρηνώδης, θρήνος γοερός.
См. также в других словарях:
κραυγή — crying fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγή — η (AM κραυγή) 1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ. γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους… … Dictionary of Greek
κραυγῇ — κραυγάζω bay fut ind mid 2nd sg (doric) κραυγάζω bay fut ind act 3rd sg (doric) κραυγή crying fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγή — η δυνατή φωνή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κραυγῆι — κραυγῇ , κραυγάζω bay fut ind mid 2nd sg (doric) κραυγῇ , κραυγάζω bay fut ind act 3rd sg (doric) κραυγῇ , κραυγή crying fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγαῖς — κραυγή crying fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγαί — κραυγή crying fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγήν — κραυγή crying fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαλά — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Πολέμου. Συμβόλιζε την πολεμική κραυγή αλαλά που φώναζαν οι αρχαίοι πολεμιστές όταν έκαναν επίθεση ή για να εμψυχώνονται στη μάχη. Από την κραυγή αυτή προέρχονται και οι λέξεις αλαλαγή ή αλαλαγμός. * * * ἀλαλὰ (Α) 1.… … Dictionary of Greek
αλαλάζω — (Α ἀλαλάζω) φωνάζω δυνατά και με ενθουσιασμό, κραυγάζω αρχ. 1. βγάζω πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. φωνάζω από πόνο ή θλίψη 3. ηχώ δυνατά. Στην Π. και Κ. Διαθήκη δοξολογώ («ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾱσα ἡ γῆ») και κροτώ, κουρταλίζω… … Dictionary of Greek
ελελεύ — ἐλελεῡ και ἐλελελεῡ (Α) επιφών. 1. πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. κραυγή πόνου 3. αλαλαγμός χαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ονοματοποιημένη λέξη, που αποτελούσε κυρίως πολεμική κραυγή αλλά εξέφραζε επίσης χαρά ή πόνο (πρβλ.… … Dictionary of Greek