-
1 çığlık
κραυγή, στριγκλιά -
2 nara
κραυγή, πολεμική ιαχή -
3 nida
κραυγή, επιψώνηση -
4 volání
κραυγή -
5 крик
-а (-у) α.1. κραυγή•-и о помощи οι κραυγές για βοήθεια.
|| φωνή ηχηρή, ξεφωνητό. || κρωγμός• κραυγή ζώου.2. μτφ. ξέσπασμα αισθήματος•крик отчаяния κραυγή απελπισίας.
3. φωνές, μαλώματα, βρισιές.εκφρ.последний крик моды – η τελευταία λέξη της μόδας. -
6 крик
крик м η φωνή, η κραυγή ◇ последний \крик моды η τελευταία λέξη της μόδας* * *мη φωνή, η κραυγή••после́дний крик мо́ды — η τελευταία λέξη της μόδας
-
7 клик
кликм ἡ κραυγή, ἡ φωνή, ὁ ἀλαλαγμός:радостный \клик ἡ κραυγή χαρᾶς. -
8 клич
кличм ἡ κραυγή, ἡ ίαχή, ἡ Εκκληση [-ις]:боевой \клич ἡ πολεμική κραυγή. -
9 окрик
-а α.1. φωνή, κραυγή, κλήση•он даже не обернулся на мой окрик αυτός ούτε καν γύρισε στην κραυγή μου.
2. φωνή (απειλητική, διαταγής κ.τ.τ.) грубый окрик бюрократа η απότομη φωνή του γραφειοκράτη. -
10 возглас
возгласм ἡ κραυγή, ἡ ἀναφώνηση [-ις], ἡ φωνή. -
11 вопль
вопльм ἡ κραυγή/ τό σκούξιμο, τό ούρλιασμα (ужаса и т. п.). -
12 выкрик
выкрикм ἡ κραυγή, τό τσίριγμα, ἡ φωνή. -
13 гиканье
гика||ньес разг ὁ ἀλαλαγμός, ἡ κραυγή. -
14 исступленный
исступл||енныйприл ἐξαλλος, παράφορος, φρενιασμένος:\исступленныйенный крик ἡ δξαλλη κραυγή. -
15 произйтельно
произйтельн||онареч τσιριχτά, διαπεραστικά:\произйтельно кричать βγάζω διαπεραστική κραυγή. -
16 раздирающий
раздира́||ющий1. прич. от раздирать·2. прил σπαρακτικός:\раздирающийющий Душу крик ἡ σπαρακτική κραυγή. -
17 торжествующий
торжеств||у́ющий1. прич. от торжествовать·2. прил (победный) θριαμβ(ευτ)ικός, πανηγυρικός:\торжествующийу́ющяй тон τό θριαμβικό ὕφος, τό πομπώδες δφος· \торжествующийу́ющий крик ἡ θριαμβική ἰαχή, ἡ κραυγή θριάμβου. -
18 boo
[bu:] 1. plural - boos; noun(a derisive shout, made eg by a disapproving crowd: the boos of the disappointed football supporters.) γιουχάισμα, κραυγή αποδοκιμασίας2. verb(to make such a sound at a person etc: The crowd booed (him).) γιουχάρω -
19 call
[ko:l] 1. verb1) (to give a name to: My name is Alexander but I'm called Sandy by my friends) ονομάζω2) (to regard (something) as: I saw you turn that card over - I call that cheating.) αποκαλώ3) (to speak loudly (to someone) to attract attention etc: Call everyone over here; She called louder so as to get his attention.) φωνάζω4) (to summon; to ask (someone) to come (by letter, telephone etc): They called him for an interview for the job; He called a doctor.) καλώ5) (to make a visit: I shall call at your house this evening; You were out when I called.) επισκέπτομαι6) (to telephone: I'll call you at 6 p.m.) τηλεφωνώ7) ((in card games) to bid.) μπαίνω2. noun1) (an exclamation or shout: a call for help.) κραυγή2) (the song of a bird: the call of a blackbird.) κελαήδισμα3) (a (usually short) visit: The teacher made a call on the boy's parents.) επίσκεψη4) (the act of calling on the telephone: I've just had a call from the police.) τηλεφώνημα5) ((usually with the) attraction: the call of the sea.) κάλεσμα6) (a demand: There's less call for coachmen nowadays.) ζήτηση7) (a need or reason: You've no call to say such things!) λόγος•- caller- calling
- call-box
- call for
- call off
- call on
- call up
- give someone a call
- give a call
- on call -
20 cry
1. verb1) (to let tears come from the eyes; to weep: She cried when she heard of the old man's death.) κλαίω2) ((often with out) to shout out (a loud sound): She cried out for help.) φωνάζω2. noun1) (a shout: a cry of triumph.) κραυγή2) (a time of weeping: The baby had a little cry before he went to sleep.) κλάμα3) (the sound made by some animals: the cry of a wolf.) ουρλιαχτό•- cry off
См. также в других словарях:
κραυγή — crying fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγή — η (AM κραυγή) 1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ. γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους… … Dictionary of Greek
κραυγῇ — κραυγάζω bay fut ind mid 2nd sg (doric) κραυγάζω bay fut ind act 3rd sg (doric) κραυγή crying fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγή — η δυνατή φωνή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κραυγῆι — κραυγῇ , κραυγάζω bay fut ind mid 2nd sg (doric) κραυγῇ , κραυγάζω bay fut ind act 3rd sg (doric) κραυγῇ , κραυγή crying fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγαῖς — κραυγή crying fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγαί — κραυγή crying fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγήν — κραυγή crying fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαλά — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Πολέμου. Συμβόλιζε την πολεμική κραυγή αλαλά που φώναζαν οι αρχαίοι πολεμιστές όταν έκαναν επίθεση ή για να εμψυχώνονται στη μάχη. Από την κραυγή αυτή προέρχονται και οι λέξεις αλαλαγή ή αλαλαγμός. * * * ἀλαλὰ (Α) 1.… … Dictionary of Greek
αλαλάζω — (Α ἀλαλάζω) φωνάζω δυνατά και με ενθουσιασμό, κραυγάζω αρχ. 1. βγάζω πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. φωνάζω από πόνο ή θλίψη 3. ηχώ δυνατά. Στην Π. και Κ. Διαθήκη δοξολογώ («ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾱσα ἡ γῆ») και κροτώ, κουρταλίζω… … Dictionary of Greek
ελελεύ — ἐλελεῡ και ἐλελελεῡ (Α) επιφών. 1. πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. κραυγή πόνου 3. αλαλαγμός χαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ονοματοποιημένη λέξη, που αποτελούσε κυρίως πολεμική κραυγή αλλά εξέφραζε επίσης χαρά ή πόνο (πρβλ.… … Dictionary of Greek