-
21 κραυγή
крикГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > κραυγή
-
22 κραυγή
appel -
23 κραυγή
volání -
24 κραυγή
1) cry2) scream3) yellΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κραυγή
-
25 κατα-κραυγή
κατα-κραυγή, ἡ, Geschrei wogegen, Eust.
-
26 κραυγαί
κραυγήcrying: fem nom /voc pl -
27 κραυγήν
κραυγήcrying: fem acc sg (attic epic ionic) -
28 çığlık
κραυγή, στριγκλιά -
29 nara
κραυγή, πολεμική ιαχή -
30 nida
κραυγή, επιψώνηση -
31 volání
κραυγή -
32 κραυγήι
κραυγῇ, κραυγάζωbay: fut ind mid 2nd sg (doric)κραυγῇ, κραυγάζωbay: fut ind act 3rd sg (doric)κραυγῇ, κραυγήcrying: fem dat sg (attic epic ionic) -
33 κραυγῆι
κραυγῇ, κραυγάζωbay: fut ind mid 2nd sg (doric)κραυγῇ, κραυγάζωbay: fut ind act 3rd sg (doric)κραυγῇ, κραυγήcrying: fem dat sg (attic epic ionic) -
34 крик
-а (-у) α.1. κραυγή•-и о помощи οι κραυγές για βοήθεια.
|| φωνή ηχηρή, ξεφωνητό. || κρωγμός• κραυγή ζώου.2. μτφ. ξέσπασμα αισθήματος•крик отчаяния κραυγή απελπισίας.
3. φωνές, μαλώματα, βρισιές.εκφρ.последний крик моды – η τελευταία λέξη της μόδας. -
35 κραυγα
-
36 крик
крик м η φωνή, η κραυγή ◇ последний \крик моды η τελευταία λέξη της μόδας* * *мη φωνή, η κραυγή••после́дний крик мо́ды — η τελευταία λέξη της μόδας
-
37 клик
кликм ἡ κραυγή, ἡ φωνή, ὁ ἀλαλαγμός:радостный \клик ἡ κραυγή χαρᾶς. -
38 клич
кличм ἡ κραυγή, ἡ ίαχή, ἡ Εκκληση [-ις]:боевой \клич ἡ πολεμική κραυγή. -
39 окрик
-а α.1. φωνή, κραυγή, κλήση•он даже не обернулся на мой окрик αυτός ούτε καν γύρισε στην κραυγή μου.
2. φωνή (απειλητική, διαταγής κ.τ.τ.) грубый окрик бюрократа η απότομη φωνή του γραφειοκράτη. -
40 κράζω
Grammatical information: v.Meaning: `croak, cry' (individ. attestations since Ar.)Other forms: perf. κέκρᾱγα (trag., Ar.) with pret. ἐκέκραγον (LXX), fut. κεκράξομαι (com., LXX), κεκραγήσει κραυγάσει H., aor. κεκρᾶξαι (LXX); aor. κρᾰγεῖν (ξ 467, Pi., Antiphon, Ar.), later κρᾶξαι (Thphr., LXX) with fut. κράξω (AP, Ev. Luc.),Compounds: also with prefix, esp. ἀνα-.Derivatives: κεκράκτης m. `cryer' (Hp., Ar., Luc.), κέκραγμα (Ar.), κεκραγμός (E., Plu.) `crying'; κεκραξι-δάμας m. `control by crying', comic surname of Cleon (Ar. V. 596, after Άλκι-δάμας; Sommer Nominalkomp. 174); κρᾱγέτας m. `cryer' (Pi.; Schwyzer 500), κρᾰγός `crying' (Ar. Eq. 487 κραγὸν κεκράξεται; Schwyzer 626), κράκτης `id.' (Adam., Tz.) with κράκτρια H. s. λακέρυζα, κρακτικός `crying, noising' (Luc.). The orig. system had a thematic root-aorist κρᾰγεῖν beside an intensive perfect κέκρᾱγα with present-meaning (Schwyzer-Debrunner 263f.); then the rare present κράζω with new aorist κρᾶξαι etc.; a further innovation was ἐκ-, ἐγ-κραγγάνω (Men., H.). To the central position of the perfect attest the derived verbal- and nominal forms κεκράξομαι, κεκράκτης etc.Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: As orig. onomatop. κέκραγα, κραγεῖν have a close cognate in κρώζω ` croak'; to this κρᾰγεῖν could even be a regelar zero-grade aorist. [ κάραγος ὁ τραχὺς ψόφος, οἷον πριών H. is not a regular disyllabic form beside κραγ-; s. s. v.] Cf. κρώζω, and κόραξ and κραυγή.Page in Frisk: 2,2-3Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κράζω
См. также в других словарях:
κραυγή — crying fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγή — η (AM κραυγή) 1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ. γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους… … Dictionary of Greek
κραυγῇ — κραυγάζω bay fut ind mid 2nd sg (doric) κραυγάζω bay fut ind act 3rd sg (doric) κραυγή crying fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγή — η δυνατή φωνή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κραυγῆι — κραυγῇ , κραυγάζω bay fut ind mid 2nd sg (doric) κραυγῇ , κραυγάζω bay fut ind act 3rd sg (doric) κραυγῇ , κραυγή crying fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγαῖς — κραυγή crying fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγαί — κραυγή crying fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραυγήν — κραυγή crying fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαλά — Μυθολογικό πρόσωπο, κόρη του Πολέμου. Συμβόλιζε την πολεμική κραυγή αλαλά που φώναζαν οι αρχαίοι πολεμιστές όταν έκαναν επίθεση ή για να εμψυχώνονται στη μάχη. Από την κραυγή αυτή προέρχονται και οι λέξεις αλαλαγή ή αλαλαγμός. * * * ἀλαλὰ (Α) 1.… … Dictionary of Greek
αλαλάζω — (Α ἀλαλάζω) φωνάζω δυνατά και με ενθουσιασμό, κραυγάζω αρχ. 1. βγάζω πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. φωνάζω από πόνο ή θλίψη 3. ηχώ δυνατά. Στην Π. και Κ. Διαθήκη δοξολογώ («ἀλαλάξατε τῷ Κυρίῳ πᾱσα ἡ γῆ») και κροτώ, κουρταλίζω… … Dictionary of Greek
ελελεύ — ἐλελεῡ και ἐλελελεῡ (Α) επιφών. 1. πολεμική κραυγή κατά την έναρξη τής μάχης 2. κραυγή πόνου 3. αλαλαγμός χαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ονοματοποιημένη λέξη, που αποτελούσε κυρίως πολεμική κραυγή αλλά εξέφραζε επίσης χαρά ή πόνο (πρβλ.… … Dictionary of Greek