-
1 ταλαεργός
ταλαεργόςbearing: masc /fem nom sg -
2 ταλαεργός
A bearing or enduring labour, of mules, Il.23.654, 662, Od.4.636, Hes.Op.46, al.; of Heracles, Theoc.13.19; laborious,πόνος Opp.H.5.50
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαεργός
-
3 ταλαεργός
ταλα-εργός (τλῆναι, ϝέργον): enduring labor, patient, drudging, epith. of mules.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ταλαεργός
-
4 ταλαεργόν
ταλαεργόςbearing: masc /fem acc sgταλαεργόςbearing: neut nom /voc /acc sg -
5 ταλαεργοί
ταλαεργόςbearing: masc /fem nom /voc pl -
6 ταλαεργούς
ταλαεργόςbearing: masc /fem acc pl -
7 ταλαεργού
-
8 ταλαεργοῦ
-
9 ταλαεργών
-
10 ταλαεργῶν
-
11 ἡμίονος
ἡμίον-ος, ἡ, Il.2.852, Pi.O.6.22, Rev.Phil. 50.67 (Didyma, ii B.C.), etc.; ὁ, Il.17.742, Pl.Ap. 27e, etc.: [dialect] Aeol. [pref] αἰμί- Sapph.Supp. 20a.14:—A half-ass, i.e. mule, Il.10.352, al., Arist. HA 576b11, etc.;ταλαεργός Il.23.654
: prov.,γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι Thgn.996
; ἐφ' ἡμιόνων on a car drawn by mules, Il.24.702; εἰς ἡμιόνους ποιεῖν to write an ode on a team of racing-mules, Arist.Rh. 1405b26: prov., ἐπεὰν ἡμίονοι τέκωσι, i.e. never, Hdt.3.153: metaph., ἡ. βασιλεύς, i.e. half-Mede, half-Persian, Orac. ap. Hdt. 1.55.2 ἡ. ἀγροτέρα wild ass, onager, Il.2.852; αἱ ἐν Συρίᾳ καλούμεναι ἡ. Arist.HA 491a2, cf. 580b1, al.II as Adj., βρέφος ἡμίονον a mule-foal, Il.23.266.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμίονος
См. также в других словарях:
ταλαεργός — bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαεργός — όν, Α 1. (ιδίως για υποζύγιο) φιλόπονος και καρτερικός 2. επίπονος 3. (για τον Ηρακλή) αυτός που έχει κουραστεί και ταλαιπωρηθεί πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα (βλ. λ. τάλας) + εργός (< ἔργον), πρβλ. ταχυ εργός] … Dictionary of Greek
ταλαεργόν — ταλαεργός bearing masc/fem acc sg ταλαεργός bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαεργοί — ταλαεργός bearing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαεργοῦ — ταλαεργός bearing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαεργούς — ταλαεργός bearing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαεργῶν — ταλαεργός bearing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek