Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τᾰλᾰεργός

См. также в других словарях:

  • ταλαεργός — bearing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαεργός — όν, Α 1. (ιδίως για υποζύγιο) φιλόπονος και καρτερικός 2. επίπονος 3. (για τον Ηρακλή) αυτός που έχει κουραστεί και ταλαιπωρηθεί πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλα (βλ. λ. τάλας) + εργός (< ἔργον), πρβλ. ταχυ εργός] …   Dictionary of Greek

  • ταλαεργόν — ταλαεργός bearing masc/fem acc sg ταλαεργός bearing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαεργοί — ταλαεργός bearing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαεργοῦ — ταλαεργός bearing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαεργούς — ταλαεργός bearing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαεργῶν — ταλαεργός bearing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»