-
81 ἀτονία
ἀτον-ία, ἡ,A slackness, enervation, debility, Hp.Aër.20; laziness, Epicur.Nat.54 G.;ψυχῆς Plu.2.535d
;ἀσθένεια καὶ ἀ. Luc.Nigr.36
;ἰνῶν ἀ. καὶ τρόμος Phld.Acad.Ind.p.76M.
; as Stoic term, lack of τόνος (q.v.), Chrysipp.Stoic.3.120, 123, Arr.Epict. 2.15.4, etc.; in oratory, lack of vigour in delivery, Hermog.Inv.4.3 [suff] ἄτον-ος, ον, not stretched, slack, relaxed, of the limbs, Hp.Aër.3 ([comp] Comp.), 19; lacking in elasticity, of strands in torsion-engine, Ph. Bel.58.18;πνοαί D.S.1.41
;σφυγμοί Aret.SD2.9
; of fruit, insipid, Dsc. 1.112 ([comp] Comp.), al.; τὸ ἄ. τῆς γεύσεως v.l. ib.127;φωνεῖν ἄτονον Arist.Phgn. 813b3
: Medic., of the stomach, Ath.3.79f ([comp] Comp.), etc.: c. inf., too weak to.., D.L.7.35; of oratorical style, D.H.Dem.20, cf. Hermog.Id.2.11 ([comp] Comp.), Eun. VSp.493 B. ([comp] Comp.). Adv.- νως Plu. Lyc.18
: [comp] Comp.- ώτερον J.BJ4.1.5
;- ωτέρως Archig.
ap. Orib.8.2.26. -
82 στάδιον
στάδιον, τό, auch στάδιος, ὁ, bes. im plur., eigtl. das Feststehende, bes. eine feststehende bestimmte Länge, eine Strecke von 610 griech. od. 625 röm. Fußen, od. 125 Schritten, 49 Ruthen rheinl., Her. 2, 149; 8 Stadien sind etwas mehr als eine röm. Meile, 40 Stadien ungefähr eine deutsche od. geographische Meile; Ar. sagt komisch ἑκατὸν σταδίοισιν ἄριστος, Nubb. 429, u. Εὐριπίδου πλεῖν ἢ σταδίῳ λαλίστερα, Ran. 91. – Die Rennbahn (denn die Rennbabn in Olympia war gerade ein Stadium lang); σταδίου τόνος, Pind. Ol. 11, 64; δρόμος, 13, 30; τιμά, ib. 37; γυμνὸν ἐπὶ στάδιον, wo man nackt lief, P. 11, 49 I. 1, 23; ἀγωνιζόμενος στάδιον, wettlaufend, Her. 5, 22, ὁ τὸ στάδιον ἁμιλλησόμενος, Plat. Legg. VIII, 833 a, στάδιον ἀγωνίζεσϑαι, Xen. An. 4, 8, 27; u. häufig τὸ στάδιον ἐνίκα Εὐβότας, Hell. 1, 2, 1. – Unbeweglichkeit, Festigkeit, Sp.
-
83 συν-ερειστικός
συν-ερειστικός, ή, όν, zusammenstemmend, -drückend, καὶ συνεκτικὸς τόνος Plut. de pr. frig. 2.
-
84 τρί-μετρος
τρί-μετρος, dreimäßig, aus drei Maaßen bestehend; bes. in der Verskunst, drei μέτρα enthaltend, daraus bestehend, d. i. von jambischen, trochäischen u. anapästischen Versen = aus drei Doppelfüßen, Dipodien, von den übrigen Versarten = aus drei Füßen bestehend; dah. heißt der sechsfüßige jambische Vers bei den Griechen τρίμετρος ἰαμβικός; so τόνος τρίμετρος, die trimetrische Versart, Her. 1, 174; τὸ τρίμετρον, Ar. Nub. 632; ποιηταὶ ἐπῶν ἑξαμέτρων καὶ τριμέτρων, Plat. Legg. VII, 810 e.
-
85 μίττος
-
86 δώριος
-
87 ἄ-τρῡτος
ἄ-τρῡτος, 1) nicht aufzureiben, unermüdlich, πούς Aesch. Eum. 381; Plut. Pomp. 26 u. a. Sp.; bes. von Uebeln, die nicht ablassen, πόνος, unablässig, Pind. P. 4, 178, wie Her. 9, 52; κακά Soph. Ai. 775; ἄλγεα Mosch. 4, 59; ὁδός, ein langer, kaum zu bewältigender Weg, Theocr. 15, 7, wie ὁδοιπορία Plut. Caes. 17; δύναμις, unzerstörbar, Arist.; τόνος ἄῤῥηκτος καὶἄτρυτος Plut. Cat. min. 5. – 2) nicht beschäftigt, müssig, τὸ σχολαστικὸν καὶ ἄτρυτον Arist. Eth. 10, 7.
-
88 αμαχος
21) непреодолимый, непобедимый(ἔθνος Her.; δύναμις Plat.; στρατιά Plut.)
2) неприступный3) неотвратимый(κακόν Pind.; ἄλγος Eur.)
4) неопровержимый, убедительный(ὅ τόνος τῆς παρρησίας Plut.)
5) неотразимый, обаятельный(πρᾶγμα, sc. γυνή Xen., Plut.)
6) неисполнимый, невозможный(ἄμαχόν - sc. ἐστι - κρύψαι τι Pind.)
7) не участвовавший в сраженииτέν ἡμέραν ἄμαχοι διήγαγον Xen. — (этот) день они провели без боя
8) незлобивый, миролюбивый(ἀνήρ NT.)
-
89 αντιτονος
21) оттянутый, натянутыйτὰ ἀντίτονα (sc. νεῦρα) Plut. — оттяжные канаты ( в метательных машинах)
2) оказывающий сопротивление, упругий Plat. -
90 αρρηκτος
21) неразрушимый, незыблемый(τεῖχος, πόλις Hom.; δόμοι Hes.; τυραννίς Plut.)
2) несокрушимый, неуязвимый(ἄ. φυάν Pind.; ἄρρηκτον σιδήρῳ σῶμα Plut.)
3) неразрывный, крепкий(δεσμοί Hom., Plut.; πέδαι Aesch.)
4) непроницаемый(νεφέλη Hom.; πέδαι Aesch.; σάκος Aesch., Soph.; τὸ δέρμα τοῦ κροκοδείλου Her. и φολιδωτόν Arst.; στῖφος Plut.)
5) неслабеющий, мощный(φωνή Hom.; τόνος Plut.)
-
91 ατονος
21) расслабленный, вялый Plut., Diod., Luc.ἄτονον φωνεῖν Arst. — обладать слабым голосом
2) грам. безударный -
92 ατρυτος
21) неутомимый, неслабеющий(πούς Aesch.; δύναμις Arst.; τόνος Plut.)
2) нескончаемый, беспрестанный, утомительный(πόνος Pind., Her.; κακά Theocr.; φροντίδες τε καὴ συμφοραί Plut.)
3) избегающий утомления(σχολαστικὸς καὴ ἄ. Arst.)
-
93 βαρυτονος
21) напряженный, сильный(στῆθος Xen.)
2) низко звучащий, низкого тона, грубый(βαρύτονα φωνεῖν Arst.)
3) грам. находящийся под тяжелым (тупым) ударением, т.е. произносимый пониженным тоном или безударный4) грам. не имеющий ударения на последнем слоге -
94 βραχυτονος
-
95 διτονος
-
96 εντονος
21) (туго) натянутый(λιθοβόλοι Polyb.)
2) напряженный, упорный(ἅμιλλα Plut.)
3) пылкий, стремительный(ὑφ΄ ἥβης σπλάγχνον ἔντονον Eur.; Γάϊος Γράκχος Plut.)
4) упорный, настойчивый(γνώμη Her.)
-
97 εξαμετρος
-
98 εξατονος
-
99 επιτονος
I2напряженный, сильный(ἐπίτασις τῆς βασάνου Diod.)
IIὅ1) (sc. ἱμάς) бакштаг, оттяжка ( снасть)(ἐ. βοὸς ῥινοῖο τετευχώς Hom.)
2) (sc. τένων) сухожилие Plat., Arst. -
100 επτατονος
См. также в других словарях:
Τόνος — (tonos) (греч.) напряжение. Интенсивность космич. духа (пневмы), имеющая различные степени. Понятие стоич. физики. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М.… … Философская энциклопедия
τόνος — that by which a thing is stretched masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek
τόνος — I (λ. γαλλ.) 1. μονάδα για μέτρηση βάρους ισοδύναμη με 1.000 κιλά. 2. μέτρο χωρητικότητας των πλοίων, κόρος: Δεξαμενόπλοιο 50.000 τόνων. 3. μεγαλόσωμο ψάρι με σώμα μακρουλό. II 1. ύψωση ήχου ή φωνής: Βαρύς τόνος της φωνής. 2. απόχρωση της φωνής:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγειακός τόνος — Οι λείες μυϊκές ίνες του τοιχώματος των αιμοφόρων αγγείων βρίσκονται συνεχώς σε κατάσταση συστολής, που άλλοτε είναι μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη. Η συνεχής αυτή συστολή λέγεται α.τ., και οφείλεται σε δύο παράγοντες: 1. Στην επίδραση νευρικών… … Dictionary of Greek
μυϊκός τόνος — Κατάσταση ελαφράς σύσπασης των μυών, που υπάρχει ακόμα και όταν ο μυς βρίσκεται σε ανάπαυση, και καταργείται με την τομή ή την αναισθησία των νευρικών συνάψεων (μυϊκή χαλάρωση) και με την ενεργή σύσπαση. Αποτελεί βασική ιδιότητα των μυϊκών ινών,… … Dictionary of Greek
τόνω — τόνος that by which a thing is stretched masc nom/voc/acc dual τόνος that by which a thing is stretched masc gen sg (doric aeolic) τονόω brace up pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) τονόω brace up imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνε — τόνος that by which a thing is stretched masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνοι — τόνος that by which a thing is stretched masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνοιν — τόνος that by which a thing is stretched masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόνοις — τόνος that by which a thing is stretched masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)