-
1 αρρηκτος
21) неразрушимый, незыблемый(τεῖχος, πόλις Hom.; δόμοι Hes.; τυραννίς Plut.)
2) несокрушимый, неуязвимый(ἄ. φυάν Pind.; ἄρρηκτον σιδήρῳ σῶμα Plut.)
3) неразрывный, крепкий(δεσμοί Hom., Plut.; πέδαι Aesch.)
4) непроницаемый(νεφέλη Hom.; πέδαι Aesch.; σάκος Aesch., Soph.; τὸ δέρμα τοῦ κροκοδείλου Her. и φολιδωτόν Arst.; στῖφος Plut.)
5) неслабеющий, мощный(φωνή Hom.; τόνος Plut.)
-
2 ἀδιάρρηκτος
ἀδιά-ρρηκτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀδιάρρηκτος
-
3 ἄρρηκτος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἄρρηκτος
См. также в других словарях:
εύρηκτος — εὕρηκτος, ον (Α) ο εύθραυστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρηκ τός (< ρήγνυμι), πρβλ. α διά ρρηκτος, ά ρρηκτος] … Dictionary of Greek