-
121 δέρω
δέρω Ar.V. 485, Pl.Euthd. 285c, etc.:—also [full] δείρω Hdt.2.39, Ar. Nu. 442, Av. 365, Cratin.361: [tense] impf.Aἔδερον Il.23.167
, [dialect] Ep.δέρον Od. 8.61
: [tense] fut. : [tense] aor.ἔδειρα Il.2.422
, ([etym.] ἀπ-) Hdt.5.25, ([etym.] ἐκ-) Pl.R. 616a:—[voice] Med., v. ἀναδέρω:—[voice] Pass., [tense] fut.δᾰρήσομαι Ev.Marc.13.9
, POxy. 653b (ii A.D.): [tense] aor. ἐδάρην [ᾰ] Men.Mon. 422, ([etym.] ἀπ-) X.An. 3.5.9, ([etym.] ἐκ-) Hdt.7.26; part.δαρθείς Nicoch.8
: [tense] pf. δέδαρμαι (v. infr.):— skin, flay, of animals,δ. βοῦς Il.23.167
: prov., κύνα δ. δεδαρμένην 'flog a dead horse', Pherecr.179; ἀσκὸς δεδάρθαι to have one's skin flayed off, Sol.33.7; δερῶ σε θύλακον κλοπῆς I will make a thief's purse of your skin, Ar.Eq. 370: prov., πρὶν ἐσφάχθαι δέρεις 'first catch your hare, then cook it', Eust.1792.45; ἀέρα δέρειν 'plough the sands', Id.1215.50, Suid.2 Anat., separate by avulsion, Herophil. ap. Gal. 2.349.II colloquially, cudgel, thrash, , cf. Nu. 442, POxy. l.c. (ii A. D., [voice] Pass.): prov., ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται 'spare the rod and spoil the child', Men. l. c., cf. SIG1109.91 (ii A.D.): metaph.,εἰς πρόσωπόν τινα δ. 2 Ep.Cor.11.20
. (Cf. Lith. derù 'flay', Skt. dṛṇā´ti 'split'.) -
122 διακονίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακονίς
-
123 δολερός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δολερός
-
124 δρώψ
II δύαν· κρήνην, Id. -
125 εἶτα
εἶτα, [dialect] Ion. [full] εἶτεν (q.v., cf. ἔπειτα, -εν), Adv., used to denote the Sequence of one act or state upon another:I of Sequence in time, without any notion of Cause, then, next,πρῶτα μέν.., εἶτα.. S.El. 262
, cf. Pl.Phdr. 251a, etc. ; soon, presently, S.OT 452 ; εἶτα τί τοῦτο; well, what then? Ar.Nu. 347, Pl.Prt. 309a ; εἶτα.. τότε then.. after that, Ar.Eq. 1036 codd. (fort. τόδε): freq. repeated, sts. alternating with ἔπειτα, then.., next.., then.., after that.., etc., Men.154, etc. ; with πάλιν, SIG1171 ; εἶτ' οὖν also, Sch.Pi.O.7.68.2 freq. with finite Verb after a part., expressing surprise or incongruity, and then, and yet, ;ἆρα κλύουσα, μῆτερ, εἶτ' ἔρξεις κακῶς ; E.El. 1058
, cf. S.El.53, Aj. 468, 1092, 1094, X.An.1.2.25, etc. ; cf.ἔπειτα 1.3
.II to denote Consequence, and so, therefore, accordingly ; esp. in questions or exclamations to express surprise, indignation, contempt, sarcasm, and the like , and then..? and so..?κᾆτ' οὐ δέχονται λιτάς ; S.Ant. 1019
, cf. OC 418 ;εἶτ' ἐγὼ μὲν οὐ φρονῶ ; E.Andr. 666
; κᾆτα ποῦ' στιν ἡ δίκη; Id.Ph. 548 ;εἶτ' ἐσίγας, Πλοῦτος ὤν ; Ar.Pl.79
;εἶτ' ἄνδρα τῶν αὑτοῦ τι χρὴ προϊέναι ; Id.Nu. 1214
;εἶτ' οὐκ αἰσχύνεσθε ; D.1.24
, cf. Pl.Ap. 28b ;οὐκ οἴεσθε δεῖν χρήματα εἰσφέρειν, εἶτα θαυμάζετε.. ; D. 21.203
;εἶτ' οὐκ ἐπῳδούς φασιν ἰσχύειν τινές ; Antiph. 217.15
;εἶτ' οὐ περίεργόν ἐστιν ἄνθρωπος φυτόν ; Alex.141.1
, etc. -
126 εὐαίσθητος
A with quick senses or keen perceptions, ;ἐλέφας εὐ. ζῷον Arist.HA 630b21
: [comp] Comp. - ότερος Pl.Ti. 75c;τῆς καρδίας τὴν ὑπερῴαν -οτέραν ἔχειν Plu.2.14d
: [comp] Sup.ὁ ἄνθρωπος -ότατος τῶν ἄλλων ζῴων Arist.PA 660a20
; τὸ εὐ., = εὐαισθησία, Gal.10.387. Adv. - τως, ἔχειν τινός have keen perceptions of.., Pl.Lg. 670b, cf. 661b: [comp] Comp. - οτέρως, ἔχειν περὶ ὥρας καὶ μηνῶν καὶ ἐνιαυτῶν Id.R. 527d
.II of things, easy to perceive, Arist.Cael. 289a7 ([comp] Comp.), Plu.2.956f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐαίσθητος
-
127 ζωϊκός
A of or proper to animals,ἡ ζ. φύσις Arist.PA 645a6
, cf. 681b4; ἡ ζ. ἱστορία a history of animals, ib. 668b30: περὶ ζωϊκῶν, title of lost work by Aristotle, Ath.7.328f. -
128 θεειδής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεειδής
См. также в других словарях:
ἅνθρωπος — ἄνθρωπος , ἄνθρωπος man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἄνθρωπος ζῶον ἄπτερον. — ἄνθρωπος ζῶον ἄπτερον. См. Человек животное двуногое, бесперое … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. — ἄνθρωπος ὤν τοῦτ’ ἴσθι καὶ μέμνης’ ἀεί. См. Тишком где склизко … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἄνθρωπος φύσει ζῶον πολιτικόν. — ἄνθρωπος φύσει ζῶον πολιτικόν. См. Человек рожден к общежитию и дружбе … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ἄνθρωπος — man masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — ο 1. θηλαστικό που ανήκει στα πρωτεύοντα, δίχειρο, προικισμένο με νόηση (λογικό) και έναρθρο λόγο: Ο άνθρωπος παρουσιάστηκε στη Γη σχεδόν πριν από ένα εκατομμύριο χρόνια. 2. το ανθρώπινο γένος: Ο άνθρωπος έχει μακριά ιστορία πάνω στη Γη. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Νεάντερταλ, άνθρωπος του- — (Νeanderthal). Απολιθωμένος παλαιοάνθρωπος του μέσου πλειστοκαίνου. Το 1856, στη μικρή κοιλάδα Νεάντερταλ, ανάμεσα στις πόλεις Ντίσελντορφ και Έλμπερφελντ (Δυτική Γερμανία), μερικοί εργάτες βρήκαν μια κρανιακή κάψα και μερικά οστά ενός ανθρώπινου … Dictionary of Greek
Ροδεσίας, άνθρωπος της- — Όνομα που έχει δοθεί σε απολιθωμένα λείψανα (ένα κρανίο από το οποίο λείπει η κάτω γνάθος), τα οποία βρέθηκαν το 1921 σε μια σπηλιά κοντά στα ορυχεία ψευδάργυρου του Μπρόουκεν Χιλ στη Ροδεσία. Ο άνθρωπος της Ροδεσίας είναι δύσκολο να καθοριστεί… … Dictionary of Greek
Σανσελάντ, άνθρωπος του- — Απολιθωμένος τύπος ανθρώπου του ανώτερου παλαιολιθικού. Το 1888, δύο Γάλλοι αρχαιολόγοι, οι Φω και Αρντύ, εκτελώντας ανασκαφές κάτω από ένα βραχώδες καταφύγιο στην περιοχή του χωριού Σανσελάντ (Γαλλία), βρήκαν έναν ανθρώπινο σκελετό σ’ ένα στρώμα … Dictionary of Greek
Ὤρος ὄρει οὐ μίγνυται, ἄνθρωπος δ’ἀνθρώπῳ. — См. Гора с горой не сходится, а человек с человеком сойдется … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)