-
1 πρέπω
πρέπω, 1) sich auszeichnen, hervorstechen, deutlich in die Augen fallen; ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων, Il. 12, 104, von Hektor, der durch Alle hindurch in die Augen fällt, μετ' ἀγρομένοισιν, Od. 8, 172; Hes. Th. 92, sich auszeichnen woran, worin, μετὰ δ' ἔπρεπε γαστέρι μάργῃ, Od. 18. 2. wo man gew. eine Tmesis von μεταπρέπω annimmt; πειρῶντι χρυσὸς πρέπει, Pind. P. 10, 67; auch βοὰ πρέπει, das Geschrei tönt laut und deutlich hervor, N. 3, 67, vgl. Aesch. A. 312, λαμπρὰ δὲ πανσέληνος ἐν μέσῳ σάκει πρέπει, Spt. 372, vgl. Ag. 233. 378; ὁμήγυρις στείχει γυναικῶν φάρεσιν μελαγχίμοις πρέπουσα, Ch. 12, vgl. 18. 24; so auch ἐπί τοι πρέπει ὄμμασιν αἰδώς, aus den Augen leuchtet die keusche Zucht, H. h. Cer. 214; c. part., ὡς ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει, Aesch. Ag. 30, er verkündet laut und deutlich, vgl. Eum. 949; auch von durchdringendem, scharfem Geruche, Ag. 1322. – 2) ähnlich sein, εἶδος πρέπεν ϑυγατέρι, Pind. P. 2, 38; πρέποντα βουϑόρῳ ταύρῳ δέμας, Aesch. Suppl. 297; u. c. int., aussehen, erscheinen wie Etwas, τοῠτο γὰρ δράμημα φωτὸς Περσικὸν πρέπει μαϑεῖν, Pers. 243, dieses Mannes Lauf erscheint persisch anzusehen; auch mit ὡς u. dem inf., πρέπει γὰρ ὡς τύραννος εἰσορᾷν, Soph. El. 654, d. i. er gleicht an Ansehen einem Herrscher; ὡς πένϑιμος πρέπεις ὁρᾷν, du erscheinst wie ein Betrübter anzusehen, Eur. Suppl. 1056. Zuweilen steht auch statt des int. das prartic. dabei, Schäf. D. Hal. C. V. 212. – Dah. 3) entsprechen, passend, angemessen sein, τί χρῆμα κουρᾷ τῇδε πενϑίμῳ πρέπει, welche Begebenheit paßt zu diesem Trauerhaar? entspricht diesem Trauerzeichen? Eur. Alc. 512, v. l. πρέπεις. – Am häufigsten impers. πρέπει, decet, es ziemt sich, schickt sich, ist angemessen, τὸν πρέπει τυγχανέμεν μελέων, Pind. Ol. 2, 46; πρέπει ὑπαντιάσαι, P. 5, 40; οὐ πρέπει ἄμμιν λύειν τείχη, Theogn. 235; οὔτε κλαίειν οὔτ' ὀδύρεσϑαι πρέπει, Aesch. Spt. 638; τοῖς ὀλβίοις γε καὶ τὸ νικᾶσϑαι πρέπει, Ag. 915; auch c. acc., ὡς ἐπήλυδας πρέπει, Suppl. 192; u. mit acc. c. int., πρέπει κήρυκ' ἀπαγγέλλειν τορῶς ἕκαστα, Suppl. 909; ὁ πᾶς ἐμοί, ὁ πᾶς ἂν πρέποι παρὼν ἐννέπειν τάδε χρόνος, Soph. El. 1245; τῆς σε τυγχάνειν πρέπει, Trach. 725, u. öfter; auch im partic., πρέπων ἔφυς πρὸ τῶνδε φωνεῖν, O. R. 9; ὡς πρέπει δούλοις λέγειν, Eur. Hipp. 115; ὀργὰς πρέπει ϑεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσϑαι βροτοῖς, Bacch. 1346; selten c. gen, πρέπον ἦν δαίμονος τοῦ 'μοῠ τόδε, war meines Dämons würdig, Soph. Ai. 534; Thuc. 3, 59; welchen Gebrauch Thom. Mag. ausdrücklich auf das partic. einschränkt. Oft bei Her. auch mit Auslassung des int., der aus dem Zusammenhange leicht zu ergänzen ist, τίσασϑαι οὕτω, ὡς ἐκείνους πρέπει, sc. τίσασϑαι, 4, 139; ἀπήλλαξαν οὕτως, ὡς ἐκείνους πρέπει, sc. ἀπαλλάξαι, 8, 68, 1, vgl. 8, 114; ὡς τὸν ἐλεύϑερον πρέπει, Plat. Prot. 312 b, sc. μανϑάνειν; τὸ ταῠτα διϊσχυρίσασϑαι οὕτως ἔχειν οὐ πρέπει νοῦν ἔχοντι ἀνδρί, Phaed. 114 d; τοῖςδε δὴ πρέποι ἂν τοῦτο, Theaet. 146 d; u. umschrieben mit dem partic., ξενισϑέντας οἷς ἦν πρέπον ξενίοις, Tim. 17 b, u. öfter; aber auch ὕμνοι πρέποντες τοῖς γιγνομένοις γάμοις, Rep. V, 459 e, δένδρων φυτεύσεις πρεπούσας ὕδασι Critia. 117 a; fut., πρέψει ὄνομα τινί, Polit. 288 c; aor., τὸ αἰσχυντηλὸν αὐτοῠ τῇ ἡλικίᾳ ἔπρεψεν, Charm. 158 c; πρέπειν εἰς πλῆϑος, Xen. Cyr. 2, 1, 24; πρός τι, 5, 3, 47; Folgde; τὸ πρέπον, das Geziemende, Passende, Schickliche, Sp.; κατὰ τὸ πρέπον τῇ γραφῇ, Pol. 2, 40, 3 u. öfter; πάνυ τοῖς ἔπεσι πρέπων ἐκείνοις, Plut. Pomp. 72.
-
2 πρέπω
1a be like c. dat.εἶδος γὰρ ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν P. 2.38
b be clear, conspicuousπειρῶντι δὲ καὶ χρυσὸς ἐν βασάνῳ πρέπει καὶ νόος ὀρθός P. 10.67
2 befita c. dat.θνατὰ θνατοῖσι πρέπει I. 5.16
b impers., it is fittingI c. acc. & inf.πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν O. 2.46
τὸν ἐν ἀοιδᾷ νέων πρέπει χρυσάορα Φοῖβον ἀπύειν P. 5.104
II c. dat. & inf. “ οὐ πρέπει νῷν τιμὰν δάσασθαι” P. 4.147 εὐ]δαιμόνων βρομιάδι θοινᾷ πρέπει[ ]κορυφὰν[ ]θέμεν Δ. 1. 11. ἐμὲ δὲ πρέπει παρθενήια μὲν φρονεῖν γλώσσᾳ τε λέγεσθαι Παρθ. 2. 33. πρέπει δ' ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι fr. 121.III c. inf.ἑκόντι τοίνυν πρέπει νόῳ τὸν εὐεργέταν ὑπαντιάσαι P. 5.43
βασιλῆα δὲ θεῶν πρέπει δάπεδον ἂν τόδε γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί N. 7.82
3 in tmesis. βοὰ δὲ νικαφόρῳ σὺν Ἀριστοκλείδᾳ πρέπει (v. συμπρέπω) N. 3.67 -
3 πρέπω
1 on the eye, to be clearly seen, to be conspicuous among a number,ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων Il.12.104
;μετὰ δὲ π. ἀγρομένοισιν Od.8.172
, Hes.Th.92; to be distinguished in or by a thing,φάρεσιν μελαγχίμοις A.Ch.12
, cf. Th. 124 (lyr.), E.Alc. 512, 1050;π. παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς A.Ch.24
(lyr.); shine forth, show itself,πειρῶντι χρυσὸς ἐν βασάνῳ π. Pi.P.10.67
;πανσέληνος ἐν σάκει π. A.Th. 390
, cf. Pers. 239 (troch.), Ag. 389 (lyr.); πρέπουσά θ' ὡς ἐν γραφαῖς ib. 242 (lyr.);ἐπί τοι πρέπει ὄμμασιν αἰδώς h.Cer. 214
;Ζεὺς πρέπων δι' αἰθέρος E.Hel. 216
(lyr.): sts. c. part., to be clearly seen as doing or being,ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει A.Ag.30
; σπλάγχνα.. πρέπουσ' ἔχοντες ib. 1222, cf. Eu. 995 (anap.).3 on the smell, to be strong or rank, ὅμοιος ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου π. ib. 1311.II to be conspicuously like, resemble, π. τινὶ εἶδος to be like one in form, Pi.P.2.38;πρέποντα.. ταύρῳ δέμας A.Supp. 301
; ;πρέπεις.. θυγατέρων μορφὴν μιᾷ Id.Ba. 917
: c. inf., τοῦδε γὰρ δράμημα φωτὸς Περσικὸν πρέπει μαθεῖν his running is like Persian to behold, A.Pers. 247, cf. Supp. 719; more freq. with ὡς orὥστε, πρέπει ὡς τύραννος εἰσορᾶν S. El. 664
;ὡς πένθιμος πρέπεις ὁρᾶν E.Supp. 1056
; (lyr.).III to be conspicuously fitting, beseem, c. dat. pers.,θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Pi.I.5(4).16
; , cf. Pl.Chrm. 158c, etc.; with Preps.,ποῦ τάδ' ἐν χρηστοῖς πρέπει; E.Heracl. 510
;οἷα δὴ εἰς πλῆθος πρέπει X.Cyr.2.1.24
: c. part.,ὅ τι γιγνόμενον ἂν πρέποι Pl.Epin. 976c
, cf. Plt. 269c, 288c; πρέποι γὰρ ἂν (sc. λεχθεῖσα) Id.Sph. 219c.2 freq. in part.,ὕμνοι πρέποντες γάμοις Id.R. 460a
, etc.; esp. in part. neut.,πρέπον τε εἶναι καὶ ἁρμόττειν Id.Grg. 503e
;ἤν τι ἄλλο π. δοκῇ εἶναι Th.6.25
;τὸ π. τῇ γραφῇ Plb.2.40.3
: rarely c. gen.,π. ἦν δαίμονος τοὐμοῦ τόδε S.Aj. 534
, cf. Plu.Caes.14, Thom.Mag.p.306R.; τὸ π. that which is seemly, propriety, Pl.Hp.Ma. 294a;πρὸς τὸ μέτριον καὶ τὸ π. Id.Plt. 284e
, etc.: pl.,πρέποντα πάσχειν Antipho 3.3.9
;πρέποντα τῇ συγγενείᾳ ποιοῦντες Isoc.10.23
.3 rarely with personal subject, πρέπων ἔφυς πρὸ τῶνδε φωνεῖν art the fit person to.., S.OT9; Πομπήϊος.. πάνυ τοῖς ἔπεσι πρέπων suiting them, Plu.Pomp.72, cf. Publ. 17.4 mostly impers., πρέπει it is fitting, both of outward circumstances and moral fitness, c. dat. pers. et inf., Hdt.9.79, etc.;οὐ πρέπει νῷν.. δάσασθαι Pi.P.4.147
;πρέπει ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι Id.Fr. 121
, cf. A.Ag. 483 (lyr.), E.Hipp. 115, etc.: with inf. unexpressed, πρέπει γοῦν σοι [ἀποκρίνεσθαι] X.HG4.1.37.b c. acc. pers. et inf.,πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν Pi.O.2.46
, cf. A.Supp. 203, S.Tr. 728, Th.1.86, etc.c c. inf. only,πρέπει γαρυέμεν Pi.N.7.82
, cf. P.5.43, A.Th. 656, Ag. 636, etc.d with inf. understood, an acc. may be subject,ἀπήλλαξαν οὕτω ὡς κείνους ἔπρεπε Hdt.8.68
.α', cf. A.Supp. 195, Pl.Prt. 312b; or object,τείσασθαι οὕτως, ὡς κείνους [τείσασθαι] πρέπει Hdt.4.139
; so with dat. of indirect object, Id.8.114. -
4 τυγχάνω
τυγχᾰνω ( τυγχάνοντ(α); τυγχανέμεν: aor. τᾰχεν, -ον; -ῃ; -οιμεν; -ών, -όντος, -όντα, -όντες, -οῖσα; -εῖν.)a c. gen., attain to, hit, experienceπρέπει τὸν Αἰνησιδάμου ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν O. 2.47
ἐοικότα γὰρ καὶ τελευτᾷ φερτέρου νόστου τυχεῖν P. 1.35
“ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντ' ἀμφανδὸν ἁδείας τυχεῖν τὸ πρῶτον εὐνᾶς” P. 9.41νεαρὸν κατ' αἶσαν υἱὸν ἴδῃ τυχόντα στεφάνων Πυθίων P. 10.26
τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62
ἔλπομαι μέγα εἰπὼν σκοποῦ ἄντα τυχεῖν ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱεὶς (Mingarelli: ἄντα σκοποῦ (τε) τυχεῖν codd.: σκοποῦ ἂν τυχεῖν Σγρ.) N. 6.27προφρόνων Μοισᾶν τύχοιμεν, κεῖνον ἅψαι πυρσὸν ὕμνων καὶ Μελίσσῳ I. 4.43
“ βροτέων δὲ λεχέων τυχοῖσα υἱὸν εἰσιδέτω θανόντ' ἐν πολέμῳ” I. 8.36 om. gen.,τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν· ὅτι φέρτατον ἀνδρὶ τυχεῖν O. 7.26
πρὶν ὅσα φροντίδι μητίονται τυχεῖν (i. e. τούτων ὅσα) P. 2.92b =εὐτυχέω. τὸ δὲ τυχεῖν πειρώμενον ἀγωνίας ἀφροσύνας παραλύει O. 2.51
[ εὖ δὲ τυχόντες (Boeckh: εὖ δ(ὲ) ἔχοντες codd.: ἠὺ δ' ἔχοντες Hermann) O. 5.16]χρὴ πρὸς μακάρων τυγχάνοντ' εὖ πασχέμεν P. 3.104
add. part.,εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων N. 7.11
τυχεῖν δ' ἕν ἀδύνατον εὐδαιμονίαν ἅπασαν ἀνελόμενον N. 7.55
c happen to be, beI c. pr. subs., adj.οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος P. 4.5
ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ (fort. tmesis, ἐν-τύχεν) Pae. 2.76II c. part.γυναῖκας, ὅσαι τύχον Ἀλκμήνας ἀρήγοισαι λέχει N. 1.49
-
5 Αἰνησίδαμος
Αἰνησίδᾱμος father of Theron and Xenokrates. πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν Theron O. 2.46 βοὰν αὐλῶν ἐπέων τε θέσιν Αἰνησιδάμου παιδὶ συμμεῖξαι πρεπόντως Theron O. 3.91ἵν' ἀθανάτοις Αἰνησιδάμου παῖδες ἐν τιμαῖς ἔμιχθεν I. 2.28
См. также в других словарях:
πρέπω — ΝΜΑ 1. (κυρίως στο γ εν. και πληθ. πρόσ. με δοτ. προσ. η οποία στα νεοελλ. έγινε γεν. προσ. αντων.) αρμόζω, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος για κάποιον ή κάτι (α. «τι έχω γυναίκα όμορφη και δεν τής πρέπουν μαύρα», δημ. τραγούδι β. «και περισσότερη… … Dictionary of Greek