-
1 τάραχος
τάραχος, ου, ὁ (ταράσσω; since Hippocr. I 604; VI 112 L.; X.; BGU 889, 23 [II A.D.]; LXX; Jos., Bell. 4, 495)=ταραχή.① a state of mental agitation (X., An. 1, 8, 2; Epicurus in Diog. L. 10, 77; 82 ἐν τ. ψυχαῖς; Aretaeus p. 142, 7) Ac 12:18.② a state of civic unrest, disturbance, commotion (Appian, Bell. Civ. 5, 87 §365) Ac 19:23 (in both places τάραχος οὐκ ὀλίγος. In the same sense Chion, Ep. 3, 2 πολὺς τάραχος; PLampe, BZ 36, ’92, 69 [ins]).—DELG s.v. ταράσσω. M-M. Spicq. Sv. -
2 ταραχος
-
3 τάραχος
-
4 τάραχος
τάραχοςmasc nom sg -
5 τάραχος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τάραχος
-
6 τάραχος
{сущ., 2}1. тревога, смятение, смущение, волнение;2. мятеж, возмущение.Ссылки: Деян. 12:18; 19:23.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τάραχος
-
7 τάραχος
{сущ., 2}1. тревога, смятение, смущение, волнение;2. мятеж, возмущение.Ссылки: Деян. 12:18; 19:23.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > τάραχος
-
8 τάραχος
ο:ετράβηξε των παθών του τον τάραχο — он много испытал
-
9 τάραχος
1. тревога, смятение, смущение, волнение; 2. мятеж, возмущение.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τάραχος
-
10 τάραχος
[тарахос] ουσ. а. беспокойство, тревога, шум.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τάραχος
-
11 τάραχος
-ου + ὁ N 2 0-2-0-2-1=5 JgsB 11,35; 1 Sm 5,9; Est 1,1d.g; Wis 14,25see ταραχήCf. SPICQ 1978a, 881-885; →NIDNTT -
12 τάραχος
[тарахос] ουσ α беспокойство, тревога, шум. -
13 πολυ-τάραχος
πολυ-τάραχος, viel Lärm oder Unruhe verursachend, unruhig, bei Schol. Nic. Erkl. von πολύστροβος.
-
14 δυς-τάραχος
δυς-τάραχος, sehr unruhig, Sp.
-
15 ἀ-τάραχος
-
16 ταράχοις
τάραχοςmasc dat pl -
17 ταράχου
τάραχοςmasc gen sg -
18 ταράχους
τάραχοςmasc acc pl -
19 ταράχων
τάραχοςmasc gen pl -
20 τάραχοι
τάραχοςmasc nom /voc pl
См. также в других словарях:
τάραχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάραχος — (239 – 304). Ρωμαίος που μαρτύρησε για τη χριστιανική θρησκεία. Γεννήθηκε στην Ισαυρία της Μικράς Ασίας και υπηρέτησε στον ρωμαϊκό στρατό. Μαρτύρησε στην Ταρσό της Κιλικίας. Ο Σεβήρος από την Αντιόχεια έγραψε το 515 εγκώμιό του. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
τάραχος — ο 1. ταραχή (βλ. λ.). 2. φρ., «Τράβηξε των παθών του τον τάραχο», τράβηξε τα πάνδεινα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταράχοις — τάραχος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράχου — τάραχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράχους — τάραχος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράχων — τάραχος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράχῳ — τάραχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάραχοι — τάραχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάραχον — τάραχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мѧтежь — МѦТЕЖ|Ь (199), А с. 1. Смятение, тревога. волнение, суета: Дн҃и насто˫ащю мълва бываѥть въ чл҃вцѣхъ и мѧтежъ и пришъдъши нощи вьси ѹсънѹть Изб 1076, 235 об.; прп(д)бьныи же антонии ˫ако же бѣ обыклъ ѥдинъ жити и не трьп˫а вс˫акого мѧте||жа и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)