Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πολυ-τάραχος

См. также в других словарях:

  • τάραχος — (239 – 304). Ρωμαίος που μαρτύρησε για τη χριστιανική θρησκεία. Γεννήθηκε στην Ισαυρία της Μικράς Ασίας και υπηρέτησε στον ρωμαϊκό στρατό. Μαρτύρησε στην Ταρσό της Κιλικίας. Ο Σεβήρος από την Αντιόχεια έγραψε το 515 εγκώμιό του. Η μνήμη του… …   Dictionary of Greek

  • πολυτάραχος — η, ο / πολυτάραχος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που προκαλεί, που επιφέρει πολλή ταραχή, ο αίτιος πολλού θορύβου, ο ταραχώδης 2. (για θάλασσα) τρικυμιώδης νεοελλ. μτφ. περιπετειώδης («πολυτάραχη ζωή»). επίρρ... πολυτάραχα Ν με πολυτάραχο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • φιλοτάραχος — η, ο / φιλοτάραχος, ον, ΝΑ αυτός που τού αρέσουν οι ταραχές νεοελλ. αυτός που προκαλεί ταραχές, ταραχοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τάραχος (< ταραχή), πρβλ. πολυ τάραχος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»