-
1 τάραχος
-
2 πολυ-τάραχος
πολυ-τάραχος, viel Lärm oder Unruhe verursachend, unruhig, bei Schol. Nic. Erkl. von πολύστροβος.
-
3 δυς-τάραχος
δυς-τάραχος, sehr unruhig, Sp.
-
4 ἀ-τάραχος
-
5 τύντλος
-
6 κυδοιμός
κυδοιμός, ὁ, Lärm, bes. in der Schlacht, Schlachtgetümmel, auch die Verwirrung der Schlacht, Schreck u. Bestürzung, gew. ϑόρυβος, τάραχος erkl.; neben κλαγγή, Il. 10, 523. 18, 218; ἔκ τ' ἀνδροκτασίης, ἔκ ϑ' αἵματος, ἔκ τε κυδοιμοῦ stehen neben einander 11, 164; ποῖ χρὴ βοηϑεῖν; ποῖ κυδοιμὸν ἐμβαλεῖν; Ar. Ach. 547; ὀρνίχων τοιοίδε κυδοιμοί Theocr. 22, 72, Hahnengefechte; auch in Prosa, ποικίλη τις ἦν ἀκρισία καὶ κυδοιμὸς περὶ τὰ στρατόπεδα Pol. 5, 48, 5; κυδοιμοῦ καὶ φόβου καταλαβόντος τοὺς Ἀϑηναίους Ath. V, 216 a. – Personificirt erscheint er als Gefährte der Enyo u. der Ker, Il. 5, 593. 18, 535, des Ares, Empedocl. bei Ath. V, 216 a, des Polemos, Ar. Pax 255.
-
7 ὄχθησις
-
8 δυςτάραχος
-
9 πολυτάραχος
πολυ-τάραχος, viel Lärm oder Unruhe verursachend, unruhig
См. также в других словарях:
τάραχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάραχος — (239 – 304). Ρωμαίος που μαρτύρησε για τη χριστιανική θρησκεία. Γεννήθηκε στην Ισαυρία της Μικράς Ασίας και υπηρέτησε στον ρωμαϊκό στρατό. Μαρτύρησε στην Ταρσό της Κιλικίας. Ο Σεβήρος από την Αντιόχεια έγραψε το 515 εγκώμιό του. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
τάραχος — ο 1. ταραχή (βλ. λ.). 2. φρ., «Τράβηξε των παθών του τον τάραχο», τράβηξε τα πάνδεινα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ταράχοις — τάραχος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράχου — τάραχος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράχους — τάραχος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράχων — τάραχος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταράχῳ — τάραχος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάραχοι — τάραχος masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάραχον — τάραχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мѧтежь — МѦТЕЖ|Ь (199), А с. 1. Смятение, тревога. волнение, суета: Дн҃и насто˫ащю мълва бываѥть въ чл҃вцѣхъ и мѧтежъ и пришъдъши нощи вьси ѹсънѹть Изб 1076, 235 об.; прп(д)бьныи же антонии ˫ако же бѣ обыклъ ѥдинъ жити и не трьп˫а вс˫акого мѧте||жа и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)