Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τάλαρος

См. также в других словарях:

  • τάλαρος — basket masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τάλαρος — ο, ΝΑ πλεκτό καλάθι από κλαδιά λυγαριάς που χρησιμοποιείται για την αποστράγγιση τυριού νεοελλ. ξύλινο τυροκομικό αγγείο αρχ. 1. (γενικά) καλάθι («πλεκτοῑς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν», Ομ. Ιλ.) 2. πλεκτό κλουβί για πουλιά 3. φρ. «Μουσέων… …   Dictionary of Greek

  • ταλάρω — τάλαρος basket masc nom/voc/acc dual τάλαρος basket masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλάροιο — τάλαρος basket masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλάροις — τάλαρος basket masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλάροισι — τάλαρος basket masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλάροισιν — τάλαρος basket masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλάρου — τάλαρος basket masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλάρους — τάλαρος basket masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλάρων — τάλαρος basket masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλάρως — τάλαρος basket masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»