-
21 ταλάριον
-
22 εἰρο-χαρής
εἰρο-χαρής, τάλαρος, sich der Wolle freuend, Archi. 11 (VI, 39).
-
23 εἰρο-κόμος
εἰρο-κόμος, Wolle bearbeitend, spinnend; Il. 3, 387; Antp. Sid. 26 (VI, 160); τάλαρος Leon. Tar. 9 (VI, 289).
-
24 δῑνήεις
δῑνήεις, εσσα, εν, strudelreich ὁ δίνας ἔχων; bei Homer nur von Flüssen und nur im singular. mascul.: δινήεις Iliad. 21, 125; δινήεντος Iliad 2, 877. 14, 434. 21, 2. 22, 148. 24, 693 Odyss. 11 242; δινήεντι Iliad. 5, 479. 8, 490. 20, 392; δινήεντα Iliad. 21, 206. 332 Odyss. 6, 89. Vgl. βαϑυδινήεις. – Eur. Cycl. 46 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 551; bei Mosch. 2, 55 ist τάλαρος δ. = der gerundete.
-
25 ὀρφνίτης
ὀρφνίτης, τάλαρος, ὁ, Leon. Tar. 9 (VI, 289), = ὀρφανός, doch ist die Bdtg nicht recht klar.
-
26 ἀνθο-δόκος
ἀνθο-δόκος, τάλαρος, Blumen aufnehmend, Mosch. 2, 34.
-
27 ὑπό-κυκλος
ὑπό-κυκλος, ein wenig rund, unterhalb gerundet, oder unten mit Rädern versehen, wie ὑπότροχος, τάλαρος Od. 4, 131.
-
28 ειροκομος
-
29 ειροχαρης
-
30 ορφνιτης
ὁ ὀ. εἰροκόμος τάλαρος Anth. — корзинка с шерстью для ночного прядения
-
31 πλεκτος
3[adj. verb. к πλέκω См. πλεκω]1) плетеный(τάλαρος Hom.; στέγαι Aesch.; κύτος Eur.)
2) витой, крученый(σειρή Hom.)
πλεκτέ Αἰγύπτου παιδεία Eur. — египетские канаты3) сплетенный(στέφανος Eur.)
ἄνθη πλεκτά Aesch. — гирлянды цветов - см. тж. πλεκτή -
32 υποκυκλος
-
33 εἰροχαρής
εἰροχᾰρής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εἰροχαρής
-
34 ταλάριον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλάριον
-
35 ἀκῆσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκῆσκος
-
36 ἀνθοδόκος
ἀνθο-δόκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνθοδόκος
-
37 ὀρφνίτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀρφνίτης
-
38 ὑπόκυκλος
ὑπόκυκλος, ον,II ὑπόκυκλον, τό, ball on the foot of a tripod, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπόκυκλος
-
39 δῑνήεις
δῑνήεις, εσσα, εν, strudelreich ὁ δίνας ἔχων; τάλαρος δ. = der gerundete -
40 εἰροχαρής
εἰρο-χαρής, τάλαρος, sich der Wolle freuend
См. также в других словарях:
τάλαρος — basket masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τάλαρος — ο, ΝΑ πλεκτό καλάθι από κλαδιά λυγαριάς που χρησιμοποιείται για την αποστράγγιση τυριού νεοελλ. ξύλινο τυροκομικό αγγείο αρχ. 1. (γενικά) καλάθι («πλεκτοῑς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν», Ομ. Ιλ.) 2. πλεκτό κλουβί για πουλιά 3. φρ. «Μουσέων… … Dictionary of Greek
ταλάρω — τάλαρος basket masc nom/voc/acc dual τάλαρος basket masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλάροιο — τάλαρος basket masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλάροις — τάλαρος basket masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλάροισι — τάλαρος basket masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλάροισιν — τάλαρος basket masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλάρου — τάλαρος basket masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλάρους — τάλαρος basket masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλάρων — τάλαρος basket masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλάρως — τάλαρος basket masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)