-
1 ταλαρισκος
-
2 ταλαρίσκος
ταλαρίσκος, ὁ, dim. von τάλαρος, quasillus, Antp. Sil. 22 (VI, 174).
-
3 ταλαρίσκος
ταλαρίσκοςmasc nom sg -
4 ταλαρίσκος
ταλαρίσκος, ὁ, u. ταλαρίς, ίδος, ἡ, quasillus -
5 ταλαρίσκος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταλαρίσκος
-
6 ταλαρίσκοις
ταλαρίσκοςmasc dat pl -
7 ταλαρίσκον
ταλαρίσκοςmasc acc sg
См. также в других словарях:
ταλαρίσκος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαρίσκος — ὁ, Α υποκορ. τού τάλαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάλαρος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
ταλαρίσκοις — ταλαρίσκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαρίσκον — ταλαρίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)