-
1 επιτηδεία
ἐπιτηδείᾱ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc /acc dualἐπιτηδείᾱ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἐπιτηδείᾱͅ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 επιτήδεια
-
3 ἐπιτήδεια
-
4 ἐπιτηδεία
Βλ. λ. επιτηδεία -
5 ἐπιτηδείᾳ
Βλ. λ. επιτηδεία -
6 'πιτηδεία
ἐπιτηδείᾱ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc /acc dualἐπιτηδείᾱ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
7 επιτηδείας
ἐπιτηδείᾱς, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem acc plἐπιτηδείᾱς, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem gen sg (attic doric aeolic) -
8 ἐπιτηδείας
ἐπιτηδείᾱς, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem acc plἐπιτηδείᾱς, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 καπιτηδεία
ἐπιτηδείᾱ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc /acc dualἐπιτηδείᾱ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
10 κἀπιτηδεία
ἐπιτηδείᾱ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc /acc dualἐπιτηδείᾱ, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
11 επιτηδείαν
-
12 ἐπιτηδείαν
-
13 επιτήδει'
ἐπιτήδεια, ἐπιτήδειοςmade for an end: neut nom /voc /acc plἐπιτήδειε, ἐπιτήδειοςmade for an end: masc voc sgἐπιτήδειαι, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc pl -
14 ἐπιτήδει'
ἐπιτήδεια, ἐπιτήδειοςmade for an end: neut nom /voc /acc plἐπιτήδειε, ἐπιτήδειοςmade for an end: masc voc sgἐπιτήδειαι, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc pl -
15 ταπιτήδει'
ἐπιτήδεια, ἐπιτήδειοςmade for an end: neut nom /voc /acc plἐπιτήδειε, ἐπιτήδειοςmade for an end: masc voc sgἐπιτήδειαι, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc pl -
16 τἀπιτήδει'
ἐπιτήδεια, ἐπιτήδειοςmade for an end: neut nom /voc /acc plἐπιτήδειε, ἐπιτήδειοςmade for an end: masc voc sgἐπιτήδειαι, ἐπιτήδειοςmade for an end: fem nom /voc pl -
17 ταπιτήδεια
-
18 τἀπιτήδεια
-
19 μέτειμι
A sum), to be among, c. dat. pl.,ἄνδρεσσι μετέμμεναι Il. 18.91
;ὄφρ' ἂν ζωοῖσιν μετέω 22.388
;οἷς ὁ γέρων μετέῃσιν 3.109
;εἰ λαοῖσι μετείη Xenoph.2.15
: abs., οὐ γὰρ παυσωλή γε μετέσσεται no interval of rest will be mine, Il.2.386.II impers., μέτεστί μοί τινος I have a share in or claim to a thing, Hdt.1.171, etc.; τί τοῦδε σοὶ μ. πράγματος; A.Eu. 575;κἀμοὶ πόλεως μ. S.OT 630
, cf. Ant. 1072, Ar.Av. 1666, 1668;πᾶσι μετεῖναι τῶν ἀρχῶν Arist.Pol. 1292a3
: so part. neut. used abs., οὐδὲν μᾶλλον Αἰολεῦσι μετεὸν τῆς χώρης since they had no more share in the land, Hdt.5.94, cf. Th.1.28, Pl.Lg. 900e, etc.2 sts. the share is added in nom.,ὁκόσον δέ μοι μέρος [τῆς γῆς τῆσδε] μετῆν Hdt.6.107
, cf. E.IT 1299, Pl.Prm. 163d; μέτεστι κατὰ τοὺς νόμους πᾶσι τὸ ἴσον (v.ἴσος 11.2
), Th.2.37, Foed. ap. eund. 5.47;ἐμοὶ τούτων οὐδὲν μ. Pl.Ap. 19c
.3 with inf. as subj.,πᾶσι μέτεστι γινώσκειν Heraclit.116
; τούτῳ τι μετέσται ψεῦδος ἀγαπᾶν .. ; will it be part of his nature to love falsehood? Pl.R. 490b, cf. 606b.------------------------------------A ibo), [dialect] Att. [tense] fut. of μετέρχομαι (q. v.); [dialect] Dor. inf.μετίμεν Foed.Delph.Pell.2
A 25: [tense] impf. μετῄειν: [dialect] Ep. [tense] aor. part. (but v. εἴσομαι 11) μετεισάμενος (v. infr.):— go between or among, ; .II go after or behind, follow, abs.,ἴθ', ἐγὼ δὲ μέτειμι 6.341
;Ἄρης πόλεμόνδε μέτεισι 13.298
;τοῦ μὲν ὑφηγουμένου, τῶν δὲ μετιόντων X.HG4.5.8
, etc.2 c. acc., follow,ταὐτὸν ἴχνος Pl.Phdr. 276d
.b go to seek or fetch, go in quest of,μετήϊσαν ἄξοντες Hdt.3.28
; τὸν παῖδα εὗρον οἱ μετιόντες ib. 15; ἐν ᾧ δὲ τούτους μετήϊσαν ib.19;εἰ γάρ μ' ἀπώσῃ,.. μέτει πάλιν S.El. 430
;μετῇσαν στρώματα Ar. Eq. 605
, cf. Ach. 728; μ. τινὰ.. ἐκ .. Id. Pax 274;τὰ ἐπιτήδεια ἐκ Σηστοῦ μετιόντας X.HG2.1.25
: metaph., search after, pursue, , Arist.Sens. 436a21;ἑκάστας [τὰς ἀρχὰς] ᾗ πεφύκασιν Id.EN 1098b4
;μ. περί τινος Id.Rh.Al. 1432b3
, al.; ;μ. τὸν λόγον Pl.Men. 74d
, Sph. 252b: abs., pursue a question,οἱ οὕτω μετιόντες Arist.APo. 91b24
, cf. Pl.Smp. 210a, etc.c Trag., pursue with vengeance,εἰ μὴ μέτειμι τοῦ πατρὸς [φόνου] τοὺς αἰτίους A. Ch. 273
, cf.Ag. 1666 (troch.), S.El. 478 (lyr.); also in Th.,τιμωρίαις τοὺς ἀδικοῦντας μ. 4.62
; μ. δίκας τινά ( δίκας acc. cogn.) execute judgement upon one, A.Eu. 231; ; ἄποινα μέτεισι Διόνυσός δε ib. 517.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μέτειμι
-
20 πορσύνω
A , [dialect] Ep. - ῠνέω (v.infr.): [tense] aor. , [dialect] Ep.πόρσῡνα Od.7.347
; imper.πόρσυνον S.Ichn.304
: also [full] πορσαίνω, [dialect] Ep.Iterat.πορσαίνεσκον A.R.4.897
: [dialect] Ep.[tense] fut.- ᾰνέω (v. infr.):—in Hom always of the wife preparing her husband's bed, hence a euphem. expression for lie with the husband, share his bed, Ἀλκίνοος δ' ἄρα λέκτο μυχῷ δόμου.., πὰρ δὲ γυνὴ δέσποινα λέχος πόρσυνε καὶ εὐνήν Od.l.c., cf. 3.403; κεῖσε δ' ἐγὼν οὐκ εἶμι (says Helen)κείνου πορσυνέουσα λέχος Il.3.411
; later [dialect] Ep.λέχος.. πορσυνέεις A.R.3.1129
;λέκτρον.. πορσαίνουσα Id.4.1107
, 1119.II generally, prepare, provide,τρίτον [κρατῆρα] σωτῆρι πορσαίνοντας Pi.I.6(5).8
; δαῖτα ib. 4(3).61;βίου τροφεῖα S.OC 341
;τὸ κατ' ἆμαρ Id.Fr.593.5
;παισὶν οἷα χρὴ καθ' ἡμέραν E.Med. 1020
;Νύμφαις π. ἔροτιν Id.El. 625
;γαμβροῖς χάριν Id.Supp. 132
;τὰ ἐπιτήδεια X.Cyr.4.2.47
:—[voice] Med., provide for oneself, .2 of evils,ἐχθροῖς ἐχθρά Id.Ag. 1374
;τόνδε.. μοῖρ' ἐπόρσυνεν μόρον Id.Ch. 911
, cf. E.Andr. 1063; μεγάλα κακά ib. 352;ὅταν ὁ δαίμων ἀνδρὶ πορσύνῃ κακά Trag.Adesp. 455
;δίκην Maiist.57
;π. τοῖς πολεμίοις κακά X.Cyr.1.6.17
:—[voice] Pass.,τίνος πρὸς ἀνδρὸς τοῦτ' ἄχος πορσύνεται; A.Ag. 1251
;ἐπορσύνθη κακά Id.Pers. 267
.3 execute, order, arrange, κατὰ δώματα πορσαίνουσι manage (all things) in the house, h.Cer. 156;τὰ τοῦ θεοῦ π. Hdt.9.7
; ; ;τἄλλα πάντα Id.Aj. 1398
;πρᾶγμα π. μέγα Id.El. 670
;προκείμενον πόνον E.Alc. 1150
;μοῖρα ἑτέραν ἐπόρσυν' ὁδόν B.16.89
:—[voice] Pass.,τὸ τοῦ ποταμοῦ οὕτως ἐπορσύνετο X.Cyr.7.5.17
;ἅμα δὲ ταῦτα ἐπορσύνετο ἀπὸ σημείου Aen.Tact.29.9
;θεᾶς π. μῆτις
was accomplished,A.R.
1.802, cf. 2.1050.III treat with care, tend,ἐκέλευσεν ἥρωϊ πορσαίνειν δόμεν.. βρέφος Pi.O.6.33
; οὕτως ὅπως ἂν μὴ 'γκαλῇ πορσύνετε [αὐτόν] E.Rh. 878; πορσαίνειν δαίμονα honour, adore him, A.R.2.719, cf. 4.897: of things,τεὸν οἶκον ταῦτα πορσύνοντ' Pi.P.4.151
; τῶν δ' Ὁμήρου καὶ τόδε.. ῥῆμα πόρσυν' regard, esteem it, ib. 278.—Both forms are found in Pi.and A.R., only πορσύνω in Prose and prob. always to be read in Trag. (never found in Com.): πορσανέουσα was read by Aristarch. in Il.3.411, but πορσυνέουσα most codd., as in Od.ll.cc.: πορσύνων, -ουσα are expld. by ἐρεθίζων, -ουσα in Hsch. (leg. ὀροθυν-).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πορσύνω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπιτηδεία — ἐπιτηδείᾱ , ἐπιτήδειος made for an end fem nom/voc/acc dual ἐπιτηδείᾱ , ἐπιτήδειος made for an end fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδείᾳ — ἐπιτηδείᾱͅ , ἐπιτήδειος made for an end fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτήδεια — ἐπιτήδειος made for an end neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'πιτηδεία — ἐπιτηδείᾱ , ἐπιτήδειος made for an end fem nom/voc/acc dual ἐπιτηδείᾱ , ἐπιτήδειος made for an end fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπιτηδεία — ἐπιτηδείᾱ , ἐπιτήδειος made for an end fem nom/voc/acc dual ἐπιτηδείᾱ , ἐπιτήδειος made for an end fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδείας — ἐπιτηδείᾱς , ἐπιτήδειος made for an end fem acc pl ἐπιτηδείᾱς , ἐπιτήδειος made for an end fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀπιτήδει' — ἐπιτήδεια , ἐπιτήδειος made for an end neut nom/voc/acc pl ἐπιτήδειε , ἐπιτήδειος made for an end masc voc sg ἐπιτήδειαι , ἐπιτήδειος made for an end fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀπιτήδεια — ἐπιτήδεια , ἐπιτήδειος made for an end neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτηδείαν — ἐπιτηδείᾱν , ἐπιτήδειος made for an end fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτήδει' — ἐπιτήδεια , ἐπιτήδειος made for an end neut nom/voc/acc pl ἐπιτήδειε , ἐπιτήδειος made for an end masc voc sg ἐπιτήδειαι , ἐπιτήδειος made for an end fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτήδειος — α, ο (Α ἐπιτήδειος, ον και ος, εία, ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, έη, εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, α, ον) 1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ. β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.) 2. (το ουδ. πληθ … Dictionary of Greek