-
21 ἡγεμών
ἡγεμών, [dialect] Dor. [pref] ἁγ-, [dialect] Aeol. [full] ἀγίμων IG12(2).164 (Mytil.), al., όνος, ὁ; also ἡ, Pi.I.8(7).22, A.Supp. 722, Aeschin.1.171, X.Oec. (infr. 11):—A one who leads; and so,I in Od., guide, 10.505, 15.310, Hdt.5.14, S.Ant. 1014, Pl.Men. 97b;ἡγεμόνες γενέσθαι τινὶ τῆς ὁδοῦ Hdt.8.31
, cf. E.Hec. 281, X.Mem.1.3.4;ἡ. ποδὸς τυφλοῦ E.Ph. 1616
;ἡγεμόνες τοῦ πλοῦ Th.7.50
; of a charioteer, S.OT 804.2 one who does a thing first, shows the way to others,τοῖς νεωτέροις ἡ. ἠθῶν χρηστῶν γίγνεσθαι Pl.Lg. 670e
;πατέρες τῆς σοφίας καὶ ἡ. Id.Ly. 214a
;πόνους τοῦ ζῆν ἡδέως ἡγεμόνας νομίζετε X.Cyr.1.5.12
;τῆς εἰρήνης ἡ. D.18.24
; [ἀχαριστία] ἐπὶ πάντα τὰ αἰσχρὰ ἡ. X.Cyr.1.2.7
: abs., of choir-leaders, Mnemos.47.253 (Argos, ii/i B.C.).II in Il., leader, commander, chief, opp. λαοί, πληθύς, 2.365, 11.304: c. gen., ἡγεμόνες Δαναῶν, φυλάκων, etc., 2.487, 9.85, cf. Hdt.6.43, 7.62, al.; στρατηγὸς καὶ ἡ. τῶν 'Ελλήνων πρὸς τὸν βάρβαρον ib. 158;ἡ. τῶν πολέμων Id.9.33
; ἔχοντες ἡγεμόνας τῶν πάνυ [στρατηγῶν] Th.8.89; = λοχαγός, Arr.Tact. 5.6;ἡ. τῶν ἐν προχειρισμῷ PAmh.2.39
(ii B.C.); chief, sovereign, Pi.I. 8(7).22, etc.;ἡ. γῆς τῆσδε S.OT 103
, cf. OC 289;πάντων.. καὶ αὐτοῦ βασιλέως ἡ. X.HG3.5.14
;ἡ. συμμορίας D.21.157
; of the queen-bee and queen-wasp, regarded by Arist. as males, Arist.HA 553a25, 629a3 (butἡ τῶν μελισσῶν ἡ. X.Oec.7.32
, cf. 38); ὁ ἡ. τῶν προβάτων, of the bell-wether, Arist.HA 573b24; τῶν βοῶν ib. 575b1; (Piraeus, iv B.C.), cf. X.HG6.4.29.b ἡ. χοροῦ leader of a chorus, Poll.4.106;παῖδες ἡ. IG7.3196
(Orchom. [dialect] Boeot.); president of a gymnasium, ib.3.1086, al.c a Roman Emperor, Str.4.3.2, Plu.Cic.2, al.; as translation of princeps, Mon.Anc.Gr.7.9; ἡ. νεότητος, = Lat. princeps juventutis, ib.18; a provincial governor, Str.17.3.25, Ev.Matt.27.2, Act.Ap.23.24: freq. of the praefectus Aegypti, PRyl.119.4 (i A.D.), etc.; ἡ. ἀμφοτέρων, i.e. of Upper and Lower Egypt, POxy.39.6 (i A.D.);ἡ. Κύπρου
Tab. Defix.Aud.25.13
(iii A.D.).2 as Adj., ; [ ναῦς], of the flagship, A.Supp. 722;ἡ. τῆς φυλῆς κορυφαῖος D.21.60
(s.v.l.);ἡ. πόδες Arist.HA 490b5
, IA 713b32: as neut.,ἡγεμόσι μέρεσι Pl.Ti. 91e
.IV ἡγεμόνες, [dialect] Dor. ἁγ-, αἱ, in Architecture, coping-tiles of the roof, IG22.463.70, 1627.303, 4.1484.100 (Epid.).V a kind of fish, = ἡγητήρ 2, Plu.2.980f. -
22 ζυγός
ζυγός, ὁ, 1) gew. im sing., = ζυγόν, sowohl in der Bdtg Joch (H. h. Cer. 217, sonst ist bei Hom. das genus nicht zu unterscheiden), ἄγειν ὑπὸ τὸν ζυγόν τινα, unterjochen, Pol. 4, 82, als in der Bed. Ruderbank; auch οἱ ζυγοί, Schol. Thuc. 1, 29; auch für Steg auf der Phorminx. – 2) eine Rotte, Reihe bei den Soldaten, Suid. τὸ ἐκ παρεστηκότων ἀλλήλοις πλῆϑος; so Pol. 18, 12, 5 τὰς τοῦ πέμπτου ζυγοῦ σαρίσσας; vgl. ζυγέω; im plur. τὰ ζυγά. Auch im Chor des Drama, τραγικοῦ μὲν χοροῦ πέντε ζυγὰ ἐκ τριῶν Poll. 4, 108. – 3) der Wagebalken an der Wagschale, der die beiden Schalen verbindet, u. übh. Wage, bei Aesch. Suppl. 802, σὸν δ' ἐπίπαν ζυγὸν ταλάντου, im sing. neutr.; sonst ὁ ζυγός, wie Plat. αἴρων τὸν ζυγόν Tim. 63 b; στήσας ἐν τῷ ζυγῷ. Prot. 356 b; im plur. τὰ ζυγά, wie Dem. οὐ ζυγὰ καὶ σταϑμὰ ἔχων, 25, 46; Plut. Camill. 29. – Auch das Sternbild der Wage, αἱ χηλαὶ τοῦ ἐν οὐρανῷ σκορπίου Suid. – Nach Eust. auch = Thürriegel, μοχλός (vgl. ἐπιζυγόω). – Die alten Grammatiker stimmen darin überein, daß sie bemerken ζυγὸς ἀρσενικῶς ἐπὶ τῶν βοῶν, sonst aber sind ihre Angaben über das genus bei den verschiedenen Bdtgn verschieden.
-
23 ληγω
1) сдерживать, унимать(μένος Hom.; γόον Anth.)
; удерживать(χεῖρας φόνοιο Hom.)
2) прекращать, кончать, переставать, класть конец(ἔριδος, φόνοιο, χοροῦ Hom.; μόχθου Eur.; λ. τῆς ὀδύνης Plat.)
ἐν σοὴ μὲν λήξω, σέο δ΄ ἄρξομαι Hom. — тобой я закончу (речь), но с тебя же и начну;λ. τοῦ βίου Xen. — кончать жизнь, умирать;οὔποτε λήγει κινούμενον Plat. — (то, что является источником движения), никогда не перестает двигаться;ἥ λήγουσα (sc. συλλαβή) грам. — конечный слог3) прекращаться, кончаться(ἥ ἡμέρα οὕτως ἔληξε Xen.; λήγοντος τοῦ χειμῶνος Arst.)
λήξαντος οὔρου Pind. — когда ветер улегся; -
24 колено
-а ουδ.1. (πλθ. колени -ей κ. -лн) γόνυ, γόνα, γόνατο•разбить колено σπάζω το γόνατο•
стоять на -ях στέκομαι στα γόνατα•
опуститься на -и πέφτω στα γόνατα•
ползать на -ях έρπω στα γόνατα•
посадить ребёнка к себе на -и παίρνω το παιδάκι στα γόνατα μου.
2. γωνία, αγκώνας, καμπή, γύρισμα•колено реки αγκώνας του ποταμού•
колено железной трубки η γωνία του σιδηροσωλήνα.
3. (μουσ.) γύρισμα, τσάκισμα της φωνής.4. στροφή, φιγούρα (χορού). || απότομη στροφή στη διαγωγή.5. γενεαλογική διακλάδωση.εκφρ.поставить кого на -и – γονατίζω κάποιον (κάμπτω την αντίσταση)•море по колено ή по -на кому – όλα τα θεωρεί τίποτε, δε φοβάται τίποτε: пьяному море по -и για το μεθυσμένο και η θάλασσα δεν έχει βάθος πάνω από το γόνα (δεν έχει αίσθηση φόβου). -
25 τάσσω
τάσσω, att. - ττω, aor. pass. ἐτάχϑην, seltener ἐτάγην, Eur. fr. inc. 95 u. Perictyone in Stob. fl. 79, 50, – 1) ordnen, stellen, in Ordnung stellen; bes. – a) Soldaten in Reih u. Glied, in Schlachtordnung stellen; ἀντηρέτας εἰς ἑπτατειχεῖς ἐξόδους τάξω μολών, Aesch. Spt. 266; τάξαι νεῶν στίφος μὲν ἐν στίχοις τρισίν, Pers. 358; πολεμίων στίχας, Eur. Heracl. 676; οὐδένα κόσμον ταχϑέντες, in keine Ordnung gestellt, Her. 9, 69; εἰς μάχην στρατιάν, Xen. Cyr. 1, 6, 43; νῆες ἐφ' ἡμῖν τετάχαται, Thuc. 3, 13, vgl. προςέπιπτον ταῖς ἐφ' ἑαυτοὺς τεταγμέναις, 3, 78; ἐτετάχατο, 5, 6. 7, 4; Λυδοὺς πρὸς ἅπαντα τάττων, Plat. Polit. 262 e; u. med. sich ordnen, stellen, οἱ Πελοποννήσιοι εἴκοσι ναυσὶ πρὸς τοὺς Κερκυραίους ἐτάξαντο, Thuc. 3, 77; ἐπὶ τεσσάρων ταξάμενοι τὰς ναῠς, 2, 90, u. öfter. – b) überh. auf einen bestimmten Platz, Posten stellen; καὶ ταξιάρχας καὶ στρατάρχας ἔταξα, Aesch. frg. 168; οἱ τεταγμένοι βραβῆς, Soph. El. 699, vgl. 749; τάττειν τινὰ ἐπί τι, Einen wozu anstellen, wozu beordern, ἡμεῖς ἐφ' ᾡ τετάγμεϑ' ἐκπονήσομεν, Eur. Ion 1040, wie Plat. Rep. I, 345 d; σὲ ἐπὶ τοῦτο τάττουσιν, Lys. 209 b; auch ἐπί τινος, Her. 5, 109, ihn wozu bestimmen; vgl. Dem. τὴν τάξιν, ἐφ' ἧς ὑμῖν τετάχϑαι προςῆκεν ἕτερος, 10, 47; τεταγμένος ἐπὶ τῶν πραγμάτων, Pol. 3, 12, 5; ἐπὶ τῆς πόλεως, 1, 45, 1; ἐφ' ἡγεμονίας, 2, 67, 5; – τάττειν ἑαυτὸν ἐπί τι od. πρός τι, sich wozu stellen, an einen bestimmten Ort begeben, bes. freiwillig übernehmen Etwas auszuführen; ἀλλ' ὅσα μὲν δεῖ ῥώμῃ πράττειν, ἐπὶ ταῦτα τεταξόμεϑ' ἡμεῖς, Ar. Av. 636; οὐδ' ἐφ' ἑνὶ τούτων πώποτ' ἐμαυτὸν ἔταξα, Dem. 8, 71; – τάττεσϑαι ἐπί τινι, worüber gesetzt sein, es zu verwalten haben, ὁ τεταγμένος ἐπὶ τοῖς νόμοις, Plat. Legg. IV, 719 e; ἡ ἐπὶ τῷ σκληρῷ τεταγμένη αἴσϑησις, Rep. VII, 524 a; τοὺς ἐπὶ τούτοις τεταγμένους ἄρχοντας, Legg. XII, 952 e. – c) übertr., in eine Klasse setzen, wozu zählen, rechnen, ἐπί τι; auch τὸν Ὅμηρον ἐν τοῖς σοφωτάτοις τῶν ποιητῶν εἶναι τάττομεν, Aesch. 1, 142; τῆς πρώτης τεταγμένος, Lys. 16, 15; ὅσοι εἰς ὑπηρετικὴν ἑκόντες αὑτοὺς τάττουσι, Plat. Polit. 289 e, vgl. Apol. 28 d; τὴν σοφίαν ποῦ χοροῠ τάξομεν, Euthyd. 279 c; Folgde; vgl. ἑαυτὸν τάξας τῶν ἀπιστούντων εἶναι Φιλίππῳ, er stellte sich als Einer, der dem Philipp mißtraute, Dem. 19, 302. – 2) verordnen, verfügen, bestimmen, befehlen; mit accus. c. inf., Her. 3, 25; φωνεῖν ἐτάχϑην πρὸς σοφοῦ διδασκάλου, Aesch. Eum. 269; ὅςπερ τέτακται τήνδε κυρῶσαι δίκην, 609; σέ νιν τάξω φυλάσσειν, Soph. G. C. 645; ταχϑεὶς τόδ' ἔρδειν, Phil. 6; O. C. 855; τὸ ταχϑὲν τελεῖν, das Befohlene, Ai. 524; ἡμᾶς πομποὺς κόρης τάσσουσιν εἶναι, Eur. Hec. 223; auch μέτρ' ἀνϑρώποισι καὶ μέρη σταϑμῶν ἰσότης ἔταξε, Phoen. 545; κόσμον ὅντιν' ἂν τάξῃ πόλις, Suppl. 245; μισϑόν, Rhes. 165; – auch ἑκάστῳ ἔταξαν δέκα προςελἑσϑαι, Xen. Cyr. 1, 5, 5; daher οἷς ἐτέτακτο παραβοηϑεῖν, Thuc. 3, 22; ὁ νόμος οὕτω τάττει, Plat. Lach. 199 a; ὅσαπερ ἂν νομοϑέτης αἰσχρὰ εἶναι καὶ κακὰ τάττῃ, Legg. V, 728 a; τάξαντες τὰς ἑορτάς, VII, 799 b; αὕτη ἡ ὁίκη αὐτοῖς ὑπὸ τῶν δικαστῶν ἐτάχϑη, Phaed. 114 b; μεγάλας τάττουσιν οἱ νόμοι τιμωρίας, Dem. 18, 12, u. öfter; τὰ τεταγμένα ποιεῖν, Xen. Cyr. 1, 2, 5 u. öfter; bes. τινὶ φόρον, Jem. eine bestimmte Abgabe auflegen, Dem. 23, 209 u. Aesch. 2, 23; τάξας ἔτειον δασμὸν εἰς δόμους φέρειν, Eur. Rhes. 435; χρήματα τοῖς πᾶσι τάξαντες φέρειν, Thuc. 1, 19; Isocr. 4, 120; φόρον φέρειν ταχϑῆναι, Her. 3, 97, mit einer Abgabe belegt werden; u. med., φόρον τάξασϑαι, sich selbst eine Abgabe auflegen, sich zu einer Abgabe verstehen u. sie entrichten, 3, 13. 4, 165; τάξασϑαι εἰς δωρεήν, sich zu einem Geschenke verpflichten, 3, 97; ἐτάξατο φόρους οἱ προςιέναι κατὰ ἔϑνεα, er setzte fest, ordnete an, 3, 89; τάξασϑαι ζημίαν, eine Strafe auflegen, um sie für sich einzutreiben, 2, 65; χρήματα ὅσα ἔδει ἀποδοῦναι αὐτίκα ταξάμενοι, Thuc. 1, 101, vgl. 117. – Med. auch = mit einem Andern für sich Etwas festsetzen, sich mit ihm abfinden, bes. sich über einen Zahlungstermin zur Abtragung einer Schuld verabreden, ταξάμενος ἀποδίδωμι, ich zahle in festgesetzten Terminen ab, Thuc. 3, 70, vgl. 1, 117; χρόνῳ τεταγμένῳ, in festgesetzter Zeit, Aesch. Eum. 906; Her. 2, 41, oft; ἐν τοῖς τεταγμένοις ἔτεσιν, Plat. Legg. VII, 810 b, wie τεταγμένους τοῦ βίου χρό-νους, Tim. 89 b; ταξάμενοι πλῆϑος χρημάτων, Rep. VIII, 551 b; μισϑὸν τῆς φυλακῆς, III, 416 d; Men. 91 b; vgl. τάσσειν ναύτῃ δραχμήν, Xen. Hell. 1, 5, 4.
-
26 εξοδος
ἥ1) место выхода, выход(ἔ. κατάγειος Plut.)
ἔ. ἐς θάλασσαν Her. — место впадения (реки) в море, устье;ἀποκλεισθεὴς ἐξόδου Arst. — не имеющий выхода, запертый2) анат. выходное отверстие(ἥ τῶν περιττωμάτων ἔ. Arst.)
3) физиол. выделение(τῆς σπερματικῆς περιττώσεως Arst.)
4) рождение, появление на свет(τοῦ ἐμβρύου Arst.)
5) уход, удаление, выход(ἐκ τῆς χώρης Her.)
καλλίονες εἴσοδοι τῶν ἐξόδων Eur. — приходить (в родной дом) приятнее, чем уходить6) воен. (тж. ἥ πολεμικέ ἔ. Arst.) отправление, поход(ἔξοδοι καὴ ἀγῶνες Plut.)
τέν ἐπὴ θανάτῳ ἔξοδον ποιεῖσθαι Her. — идти на смертный бой;ἐξόδους ἕρπειν κενάς Soph. — наступать впустую, т.е. не имея перед собой противника7) вылазка(ἔξοδον ποιεῖσθαι Thuc.)
8) (торжественное) шествие, процессия(ἔξοδοι λαμπραί Dem.)
ἐπ΄ ἐξόδῳ Her. — во время торжественного выхода9) исход, развязка, окончание, конецἐπ΄ ἐξόδῳ τῆς ἀοχῆς Xen. — с окончанием срока полномочий;
ἐπ΄ ἐξόδῳ οἶναι Thuc. — быть на исходе, кончаться10) театр. эксод, уход хора ( заключительная часть трагедии)(ἔστιν ἔ. μέρος τραγῳδίας μεθ΄ ὃ οὐκ ἔστι χοροῦ μέλος Arst.; ἔξοδον αὐλεῖν τινι Arph.)
11) прекращение, исчезновение(λήθη ἐπιστήμης ἔ., sc. ἐστιν Plat.)
12) кончина, смерть13) расход, платеж(οὐδεμίαν ποιεῖν ἔξοδον Polyb.)
-
27 προστατευω
1) стоять во главе, руководить, управлять(εἴτε χοροῦ εἴτε στρατεύματος Xen.; τοῦ δήμου Arst.; π. τῶν πραγμάτων Polyb.)
2) заботиться, обеспечиватьκελεύειν τινὰ προστατεῦσαι - v. l. προστατῆσαι - λαβόντα χρήματα Xen. — поручить кому-л. позаботиться о сборе средств
-
28 танцевальный
танцевальныйприл χορευτικός, τοῦ χο-ροῦ:\танцевальный вечер ἡ χοροεσπερίδα [-ις]· \танцевальный зал ἡ αίθουσα χοροῦ. -
29 μουσική
η1) музыка;συμφωνική (ενόργανος — или οργανική) μουσική — симфоническая (инструментальная) музыка;
φωνητική μουσική — вокальная музыка, вокал;
μουσική δωματίου (χορού) — камерная (танцевальная) музыка;
βραδυά μουσικής — музыкальный вечер;
ο θεωρητικός της μουσικής — музыковед;
2)-оркестр;η μουσική της φρουράς — военный оркестр гарнизона;
3.) музыкальный инструмент;4) музыкальность, мелодичность;τα λόγια του είναι όλο μουσική — его речь очень мелодична;
§ δεν έχεις ιδέα μουσικης — ты круглый невежда
-
30 χορεύω
a dance ὁ δὲ κηλεῖται χορευοίσαισι κα[ὶ θη]ρῶν ἀγέλαις Δ. 2. 22.b celebrate with dancing c. acc. ζεύξω τέλος, καὶ τὸν ἀκερσεκόμαν Φοῖβον χορεύων ἐν Κέῳ (ἀντὶ τοῦ μετὰ χοροῦ ὑμνῶν Σ.) I. 1.7 ὁ Μοισαγέτας με καλεῖ χορεῦσαι Ἀπόλλων fr. 94c. 1. -
31 галоп
-а α.1. καλπασμός, γκαλόπ.2. είδος παλαιού γρήγορου χορού καθώς και η μουσική του. -
32 зал
-а α.αίθουσα, σάλα•актовый зал αίθουσα σχολικών εορτών και συγκεντρώσεων•
читальный зал αναγνωστήριο•
зрительный зал η αίθουσα του θεάτρου•
концертный зал αίθουσα συναυλιών•
зал ожидания αίθουσα αναμονής•
танцевальный зал αίθουσα χορού.
-
33 падепатинер
-а α.είδος χορού καθώς και η μουσική του. -
34 сарабанда
-ы θ.είδος ισπανικού χορού ως και η μουσική του. -
35 экосез
-а α.είδος χορού καθώς και η μουσική του. -
36 διδάσκαλος
Aξυμφορὴ γίνεται δ. Democr.76
;πενία ἐπινοιῶν δ. Secund.Sent.10
), teacher, master, μαντείης h.Merc. l.c.;δ. τέχνης πάσης βροτοῖς A.Pr.
l.c.;δεινῶν ἔργων Lys.12.78
;πόλεμος βίαιος δ. Th.3.82
; διδάσκαλον λαβεῖν get a master, [S.]Fr.1120.8; εἰς διδασκάλου (sc. οἶκον) φοιτᾶν go to school, Pl.Alc.1.109d, etc.; διδασκάλων or ἐκ διδασκάλων ἀπαλλαγῆναι leave school, Id.Grg. 514c, Prt. 326c; ἐν διδασκάλων at school, Id.Alc.1.110b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διδάσκαλος
-
37 στάσιμος
I [voice] Act., checking, stopping, τὰ σ. τοῦ αἵματος styptics, Hp.Mul.2.110; of foods,=στατικός 1
, Id.Vict.2.54,55.II [voice] Pass., brought to a stand, standing, stationary: of water, stagnant, Id.Aėr.7, X.Oec.20.11, Aen.Tact.8.4, etc.; - ώτατος ποταμῶν Id.Aër.15; σ. αἷμα Id.Acut. (Sp.9; σ. ὕδατα, opp. ῥυτά, Arist.Mete. 353b19.b stable, steadfast, opp. ὑγρός and ῥοώδης, Hp.Mul.2.111, cf. Nat.Mul. 1, Diog.Apoll.5 ([comp] Comp.); τὸ ψυχρὸν ἔοικε σ. εἶναι, opp. κινητικόν, Plu.2.945f;σ. κίνησις Pl.Sph. 256b
, cf. Tht. 180b, Arist.GA 717a30 ([comp] Comp.);πνεῦμα Thphr.CP5.12.11
; (Salamis Cypr.); σ. ἄστρα fixed, Poll.4.156; σ. ὄργανα defined in Orib.49.2.6. Adv.- μως Hp.Acut.29
: [comp] Comp. .2 of men, steadfast, steady, φύσεις κόσμιοι καὶ ς. Id.R. 539d;τὰ σ. γένη ἐξίσταται εἰς νωθρότητα Arist. Rh. 1390b30
;φρόνιμος καὶ σ. ἄνθρωπος Plb.27.15.10
; - ώτερος, opp. τολμηρότερος, Id.21.7.5: τὸ ς. steadiness, Id.6.58.13; τὸ σ. τῆς ἵππου the heavy cavalry, Id.3.65.6;οἱ -ώτατοι τῶν ἀνδρῶν Id.15.16.4
.3 of music,ἡ Δωριστὶ -ωτάτη καὶ μάλιστα ἦθος ἔχουσα ἀνδρεῖον Arist.Pol. 1342b13
, cf. 1340b9, Pr. 922b15; μέτρον -ώτατον, of heroic verse, Id.Po. 1459b34; λέξις ς. Id.EN 1125a14:—but,b στάσιμον, τό, in Tragedy, choral song, distd. by Aristotle fr. πάροδος and defined as μέλος χοροῦ τὸ ἄνευ ἀναπαίστου καὶ τροχαίου, Po. 1452b23, cf. S.E.M.6.17, Poll.4.53, Ath.13.592b; expld. as sung by the chorus when stationary, σ. μέλος ὃ ᾄδουσιν ἱστάμενοι οἱ χορευταί Sch. Ar.Ra. 1314, cf. Arg.A.Pers., Sch.Ar.V. 270, Sch.S.Tr. 216, EM690.49, 725.2; cf. στάδην.4 ἀργύριον ς. money out at interest, Lex Solonis ap.Lys.10.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στάσιμος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Οὐ γὰρ ἂν τυφλὸν ἡγεμόνα τοῦ χοροῦ ἐϰτήσατο. — См. Слепой зрячего ведет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Λυσικράτη, μνημείο του- — Μνημείο της αρχαίας Αθήνας, χορηγός του οποίου υπήρξε ο Αθηναίος πολίτης Λυσικράτης (4ος αι. π.Χ.). Η ανέγερσή του χρονολογείται στο 335/4 π.Χ. Πάνω σε αυτό τοποθετήθηκε ένας χάλκινος τρίποδας με τον οποίο είχε βραβευθεί ο Λυσικράτης. Το μνημείο… … Dictionary of Greek
μπαλέτο — Ενιαία σκηνική παράσταση που αναπτύσσει πλήρως ένα συγκεκριμένο θέμα μέσω του χορού και της παντομίμας, με συνοδεία μουσικής και με τη βοήθεια σκηνικών και κουστουμιών. Είναι ένας τύπος θεάματος που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Ευρώπη –και από… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
τραγωδία — Είδος του δραματικού θεάτρου. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων δραματικών ειδών, και η ίδια η έννοια του δράματος, φαίνεται να ξεπεράστηκαν μετά την ανανέωση των αισθητικών ιδεών, που έφτασε στο ακραίο σημείο της στην εποχή του ρομαντισμού·… … Dictionary of Greek
Νοβέρ, Ζαν-Ζορζ — (Jean Georges Noverre, Παρίσι 1727 – Σεν Ζερμέν αν Λε 1810). Γάλλος θεωρητικός του χορού, χορογράφος και χορευτής. Μαθητής του Λουί Ντιπρέ, ο Ν. ανέπτυξε σημαντική δραστηριότητα χορευτή και χορογράφου. Ταξίδεψε πολύ σε όλη την Ευρώπη, έκανε… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
θρόνος — Υψηλό κάθισμα με βραχίονες, ερεισίνωτο και υποπόδιο· μεταφορικά, το αξίωμα των βασιλιάδων και των αρχιερέων, καθώς και η εξουσία ή και η περιφέρεια στην οποία ασκείται η εξουσία επισκόπου. Από τους αρχαίους χρόνους ο θ. αποτελούσε τιμητικό… … Dictionary of Greek
κορυφαίος — Ο επικεφαλής του Χορού στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο οποίος κανόνιζε τις μελωδίες και τον ρυθμό των χορικών ασμάτων. Ονομαζόταν επίσης μέσος αριστερού ή τρίτος αριστερού, επειδή τον Χορό αποτελούσαν πέντε πρόσωπα και εκείνος καθόταν στη μέση,… … Dictionary of Greek