-
1 σκεπάζω
σκεπάζω, wie σκεπάω, decken, bedecken, verhüllen; τὰ δεόμενα σκέπης τοῠ ἀνϑρώπ ου σκεπάζειν τὸν ϑώρακα, Xen. Mem. 3, 10, 9; σῶμα καὶ πόδας ἀρκεῖ αὐτοῖς ἐσκεπάσϑαι, Cyr. 8, 8, 17; Sp., τὴν κατὰ πρόςωπον ἐπιφάνειαν ἐσκέπαζον ταῖς τῶν ϑυρεῶν προβολαῖς, Pol. 1, 22, 10, vgl. 10, 13, 2; καῠμά τινι, Anacr. 17, 9; übh. beschützen, Lycophr. 1311.
-
2 ἀκμάζω
ἀκμάζω ( ἀκμή), auf dem höchsten Punkte, in voller Blüthe stehen, bes. a) in der Blüthe der Jahre, in vollster Manneskraft; Plat. Rep. V, 459 b verb. ἐκ τῶν νεωτάτων ἢ ἐκ τῶν γεραιτάτων ἢ ἐξ ἀκμαζόντων; Isocr. setzt ἀκμάζοντες den πρεσβύτεροι entgegen, 12, 267; dem παρηβηκώς Luc. Tyrannicid. 1; ἀκμάζειν ῥώμῃ Plat. Polit. 319 b; übh. stark sein, mit folgd. inf., ἐρύκειν τὰ κακά, um das Uebel abzuhalten, Xen. An. 3. 1, 25; reich sein, πλούτῳ Her. 1, 29; ὁ Περσῶν βασιλεὺς ναυσὶ καὶ χρήμασι καὶ πεζῇ στρατιᾷ Aesch. 3, 163 (vgl. Thuc. 1, 1); geistig, οἱ πρεσβύτεροι ἀκμάζουσι τῷ εὖ φρονεῖν, 1, 24; ἔν τινι ἀκμάζειν 2, 138; Plut. Pericl. 37; πρός τι Arist. rhet. 1, 5. Uebertr. auf Sachen, τὰ τῶν Σι φνίων πράγματα ἤκμαζε, der Staat war in voller Blüthe, Her. 3, 57; vgl. 6, 127; τὸ ναυτικόν Thuc. 7, 63; νόσος 2, 49, die Krankheit hat den höchsten Grad erreicht; πόλεμος 3, 3 (wie Plut. Them. 4); ϑέρος 2, 19; όπώρας ἀκμαζούσης, mitten im Herbst, Long. 2, 1; σίτου ἀκμάζοντος Xen. Hell. 1, 2, 4; ἅμα τῷ σίτῳ ἀκμάζοντι Thuc. 3, 1; die Zeit, wo das Getreide reif ist. – Impers., es ist hohe, rechte Zeit, βρετέων ἔχεσϑαι Aesch. Spt. 94; ἀκμάζει ἐπιμελείας δεόμενα, es gilt die größte Sorgfalt, Xen. Cyr. 4, 2, 19.
См. также в других словарях:
δεόμενα — δέομαι lack pres part mp neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) δέω 1 bind pres part mp neut nom/voc/acc pl δέω 2 lack pres part mp neut nom/voc/acc pl δέω 2 lack pres part mid neut nom/voc/acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεομένας — δεομένᾱς , δέομαι lack pres part mp fem acc pl (epic doric ionic aeolic) δεομένᾱς , δέομαι lack pres part mp fem gen sg (doric aeolic) δεομένᾱς , δέω 1 bind pres part mp fem acc pl δεομένᾱς , δέω 1 bind pres part mp fem gen sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήρυξη — η (ΑΜ κήρυξις) [κηρύσσω] η ανακοίνωση με κήρυκα, δημόσια γνωστοποίηση («ἠγωνίσατο... κήρυκι πρὸς πάντα τὰ κηρύξεως δεόμενα», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. φρ. «κήρυξη πολέμου» επίσημη ανακοίνωση ενός κράτους σε άλλο για έναρξη πολέμου εναντίον του μσν. αρχ … Dictionary of Greek
σκεπάζω — ΝΜΑ, και ποιητ. τ. σκεπῶ, άω, Α 1. περιβάλλω κάποιον ή κάτι με σκέπασμα, επικαλύπτω (α. «και σφαλιχτά τα μάτια μου σκεπάζω με τα χέρια μου», Γρυπ. β. «τά μὲν δεόμενα σκέπης τοῡ ἀνθρώπου σκεπάζειν τὸν θώρακα», Ξεν.) 2. καλύπτω κάποιον με… … Dictionary of Greek
τρίκυζα — Α (κατά τον Ησύχ.) «πολλῆς δεόμενα λιτανείας» … Dictionary of Greek
ԵՆԹԱԴՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0658 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 8c, 15c գ. ὐπόθεσις suppositio, subjectio եւն. Ենթադրելն, եւ ենթադրեալ իրն. որպէս Նուաճումն. *Վասն ակամայց եւ մեծամեծ ենթադրութեանց պատերազմաց. Փիլ. իմաստն.: *Ենթադրութեամբ հերիայ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)