-
1 αδαπανος
21) не сопряженный с расходами, ничего не стоящий, даровой(γλυκέα Arph.)
τῶν κόσμων ἀδαπανώτατος Plut. — самое дешевое из всех украшений2) не расходующий, не расточительный, бережливыйἀ. τῶν χρημάτων Arst. — не любящий тратить деньги
-
2 λειος
31) гладкий, ровный(ὁδός Hom.; ὕφασμα Plat.; ἐπιφάνεια Arst.)
χῶρος λ. πετράων Hom. — место без камней2) гладкоствольный(αἴγειρος Hom.)
3) голый, безволосый(ζῷον Arst.)
4) безбородый, т.е. молодой(ἰατρός Anth.)
5) нежный, мягкий(πνεῦμα Arph.; ἡδονή Plat.; ζέφυρος Arst.)
6) кроткий, ласковый(μῦθοι Aesch.)
7) спокойный, плавный(κινήματα Plut.)
θαλάσσῃ λείῃ Her. — по спокойному морю8) тихий, безмятежный(ἡσυχία Anth.)
9) приятный или нежный на вкус(λεῖά τε καὴ γλυκέα Plat.)
-
3 προσιζανω
1) садиться или сидеть рядом, держаться возле(ἥ μέλιττα πρὸς τὰ γλυκέα προσιζάνει Arst.)
ὄμμασιν π. τινί Aesch. — не спускать глаз с кого-л.;πρὸς ἄλλοτ΄ ἄλλον πημονέ προσιζάνει Aesch. — несчастье поражает то одного, то другого2) плотно облегать(ἥ ἐσθές προσιζάνουσα Luc.)
-
4 χυλοομαι
См. также в других словарях:
γλυκέα — γλυκύς sweet to the taste neut nom/voc/acc pl (epic ionic) γλυκέᾱ , γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc/acc dual (epic ionic) γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκέα — επίρρ. βλ. γλυκά … Dictionary of Greek
γλυκέ' — γλυκέα , γλυκύς sweet to the taste neut nom/voc/acc pl (epic ionic) γλυκέα , γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc sg (epic ionic) γλυκέϊ , γλυκύς sweet to the taste masc/neut dat sg γλυκέαι , γλυκύς sweet to the taste fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκέας — γλυκέᾱς , γλυκύς sweet to the taste fem acc pl (epic ionic) γλυκύς sweet to the taste masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκά — (Μ γλυκέα και γλυκιά) επίρρ. 1. ευχάριστα στην ακοή («τραγουδά γλυκά»). 2. με γλυκύτητα στους τρόπους, ευγενικά νεοελλ. 1. με αγάπη, τρυφερά, στοργικά 2. μαλακά, απαλά 3. γαλήνια, ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. γλυκά < γλυκός, ενώ το μσν. γλυκέα… … Dictionary of Greek
Αχέρων — Ονομασία τριών ποταμών. 1. Ποταμός της Ηπείρου (κοινώς, Μαυροπόταμος ή Φαναριώτικος), ο οποίος περιβάλλεται από πλούσια μυθική παράδοση σχετική με τους νεκρούς και τον Άδη. Πηγάζει από τα όρη του Σουλίου και εκβάλλει στο Ιόνιο, στον κόλπο του… … Dictionary of Greek
μάγειρος — και μάγερος και μάγειρας και μάγερας, ο, θηλ. μαγείρισσα και μαγέρισσα (AM μάγειρος, θηλ. μαγείρισσα, Α δωρ. τ. μάγιρος, αιολ. τ. μάγοιρος, θηλ. μαγείραινα, Μ και μάγειρας και μάγερας) αυτός που παρασκευάζει φαγητά, που έχει έργο να μαγειρεύει (α … Dictionary of Greek
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek