-
41 ιδιογονια
(ῐδ) ἥ идиогония, произведение потомства от себе подобных, спаривание с особями своего же рода Plat. -
42 ιδιογραφος
-
43 ιδιοθηρευτικη
-
44 ιδιοθηρια
-
45 ιδιολογεομαι
-
46 ιδιολογια
-
47 ιδιομορφος
-
48 ιδιοξενος
-
49 ιδιοποιεομαι
-
50 ιδιοπραγεω
1) поступать в собственных интересах, заботиться о себе лично(ἔχειν ἐξουσίαν ἰ. Diod.)
2) действовать по своему усмотрению, поступать самовольно(παρὲξ τῶν προσταττομένων Polyb.)
-
51 ιδιοπραγια
(ῐδ) ἥ забота о своих выгодах, служение личным интересам(πλεονεξία καὴ ἰ. Plat.)
-
52 ιδιοπραγμων
(μισάνθρωπος καὴ ἰ. Diog.L.)
-
53 ιδιοστολος
-
54 ιδιοσυγκρισια
ἥ своеобразие, (индивидуальная) особенностьδιαφέρομεν ἀλλήλων κατὰ σῶμα ταῖς τε μορφαῖς καὴ ταῖς ἰδιοσυγκρισίαις Sext. — мы отличаемся друг от друга физически, по виду и по индивидуальным особенностям
-
55 ιδιοτροπος
-
56 ιδιοφυης
2τὰ ἰδιοφυῆ Diog.L. — своеобразие природы -
57 αίμα
(γεν. αίματος) τό1) кровь;αρτηριακό (φλεβικό) αίμα мед. — артериальная (венозная) кровь;
μετάγγιση αίματος переливание крови;σκοτωμένο αίμα — кровоподтёк;
μόλυνση τού αίματος заражение крови;κυκλοφορία τού αίματος кровообращение; πίεση τού αίματος кровяное давление;χύνω το αίμα μου υπέρ... — проливать кровь за...;
μέχρι τελευταίας ρανίδας τού αίματος до последней капли крови;2) родная кровь; кровное родство;είναι αίμα μου — это моя плоть и кровь;
συγγένεια εξ αίματος — или συγγένεια απ· το ίδιο αίμα — кровное родство;
δεσμοί αίματος узы крови;§ φτύνω αίμα — а) харкать кровью; — б) перен. изойти кровью (добиваясь чего-л.); — потом
и кровью добиться (чего-л.);παίρνω αίμα — пускать кровь;
παίρνω το αίμα πίσω — мстить кровью; — кровь за кровь;
μπαίνω στα αίματα загораться (чём-л.);έχω γλυκό αίμα — быть симпатичным, привлекательным;
ανάψανε — та αίματα μου — или μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι — кровь бросилась мне в голову;
τό αίμα νερό δεν γίνεται — кровь не водица;
μου κόβεται το αίμα μου ≈ — кровь стынет в жилах;
μούκοψες το αίμα — ты здорово испугал меня;
βράζει το αίμα μου — быть полным сил и энергии; — кровь кипит, бурлит;
μου πίνουν το αίμα — они пьют мою кровь;
με τρώει το αίμα μου — предчувствовать плохое;
τι σε τρώει το αίμα σου; — что, тебе жизнь надоела?;
τώχει (σ)τό αίμα του — это у него в крови;
-
58 ασυμφώνητος
η, ο [ος, ον ]1) несогласованный; не достигший соглашения; 2) см. ασυμφώνιστος; 3) без предварительного соглашения; не договорившись заранее;ασυμφώνητοι βρεθήκαμε στο ίδιο βαγόνι — мы случайно оказались в одном вагоне
-
59 επάνω
1. επίρρ. I1) наверху, вверху; наверх, вверх; выше;εκεί επάνω — там наверху;
εδώ επάνω — здесь наверху;
ανεβείτε επάνω — поднимитесь наверх;
σήκω επάνω — вставай, поднимайся;
2) на (ком-л.); при (ком-л.);επάνω μου — а) на мне; — б) на меня, на себя;
ρίξε επάνω σου το παλτό — накинь пальто;
τό παίρνω επάνω μου το ζήτημα — этот вопрос я беру на себя;
τό παίρνω επάνω μου το παιδί ο — ребёнке позабочусь я; — е) при мне, с собой;
βαστώ ( — или έχω) επάνω μου — иметь при себе;
δεν έχω χρήματα επάνω μου — у меня при себе нет денег;
3) против, на;επάνω μας — на нас, против нас;
επεσε επάνω μας σαν θηρίο — он набросился на нас как зверь;
II με π ров.1):επάνω σε — а) на;
στο τραπέζι — на столе;επάνω στο δέντρο — на дереве;
τό σπίτι τώγραψα επάνω στη γυναίκα μου — дом я записал да жену;
επάνω στο δρόμο — на улице;
б) в момент, во время;ήλθε επάνω στον καυγά — он пришёл как раз в момент ссоры;
επάνω στο θυμό μου — в момент гнева;
επάνω στη δουλειά μου — во время работы;
στην ώώρα — вовремя; — в) против;πλέουμε επάνωεπάνω στον καιρό — плывём против ветра;
2):επάνω από — а) сверх, более; — выше;
επάνω από χίλιοι — более тысячи;
επάνω από είκοσι χρόνια — более двадцати лет;
επάνω από τη ρίζα — выше корня;
επάνω απ' όλα η αγάπη — превыше всего любовь; — б) над;
επάνω από το τραπέζι — над столом;
3):κατ' επάνω — против;
ώρμησε κατ' επάνω μας — он набросился на нас;
III με αντων.:επάνω πού — в тот момент, когда;
επάνω πού λέγαμε γιά σένα — как раз в тот момент, когда говорили о тебе;
επάνω πού είμαστε γιά να φύγουμε — в тот момент, когда мы собирались уходить;
IV με σύνδ.1):έως ( — или ως) επάνω — доверху;
γεμίζω το ποτήρι μου 'έως επάνω — наполнить свой стакан до краёв;
2):κι' επάνω — выше; — более;
τα παιδιά από έξ χρονών κι' επάνω — дети шести лет и старше;
εκατό οκάδες κι' επάνω — более ста ока;
τρείς μήνες κι' επάνω — более трёх месяцев;
§ επάνω - επάνω а) слегка;
б) поверхностно;του τα είπα επάνω - επάνω — я ему только (слегка) намекнул;
επάνω -κάτω — около, приблизительно, примерно;
είμαστε είκοσι επάνω -κάτω — нас было около двадцати человек;
είναι επάνω -κάτω το ίδιο — это примерно одно и то же;
παίρνω επάνω μου — поправляться, набираться сил;
πήρε επάνω του ο άρρωστος — больной поправился;
η ελιά με το κλάδεμα πήρε επάνω της — после подрезания оливковое дерево ожило;
τό παίρνω επάνω μου — много брать на себя; — зазнаваться, мнить о себе;
πέφτω επάνω σ' έναν — случайно встретить кого-л.;
τα κάνω επάνω μου — обделаться; — наложить в штаны (тж. перен.);
τα έκανε επάνω του — он здорово струхнул;
2. επίθ. άκλ. верхний;τό επάνω μέρος — верхняя часть;
τό επάνω πάτωμα — верхний этаж;
οι επάνω — живущие на верхнем этаже;
ο επάνω κόσμος — жизнь на земле;
§ τό επάνω επάνω — верхний слой (масла,.молока, супа)
-
60 επίπεδο(ν)
τό1) плоскость;σε διαφορετικά επίπεδα — в разных плоскостях;
2) перен. уровень, ступень;βρίσκομαι στο ίδιο επίπεδο(ν) με... — быть на одном уровне с...;
βιοτικό επίπεδο(ν) — жизненный уровень;
επί υψηλού επίπέδου — на высоком уровне;
επί ανωτάτου επίπέδου — в верхах
См. также в других словарях:
-ίδιο(ν) — υποκορ. κατάλ. τής Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή ίδι* (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, συχνά και με την πρωτογενή μορφή της, ιδίως σε τεχνικούς επιστημονικούς όρους (πρβλ. αρθρ ίδιο, κρατ ίδιο, μαχαιρ ίδιο, ξιφ… … Dictionary of Greek
-ίδιο — βλ. ιδιο(ν) … Dictionary of Greek
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek
πεντοξ(ε)ίδιο — το χημ. οξ(ε)ίδιο το οποίο περιέχει πέντε άτομα οξυγόνου σε κάθε μόριό του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pentoxide < πεντα + οξ(ε)ίδιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
μονοξ(ε)ίδιο — το χημ. οξείδιο που περιέχει, στον χημικό τύπο του, ένα μόνο άτομο οξυγόνου («μονοξείδιο τού άνθρακα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. monoxyde (< μον(ο) * + οξ(ε)ίδιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο] … Dictionary of Greek
οξ(ε)ίδιο — το (Α ὀξείδιον και ὀξίδιον) νεοελλ. χημικό σώμα που σχηματίζεται από την ένωση τού οξυγόνου με ένα στοιχείο ή με μία ρίζα (α. «βασικά οξείδια» τα ιοντικά οξείδια μετάλλων που σχηματίζουν, όταν είναι διαλυτά, αλκαλικά διαλύματα β. «όξινα οξείδια»… … Dictionary of Greek
ἴδι' — ἴδιο , εἶδον see aor imperat mid 2nd sg (doric) ἴδια , ἴδιος one s own neut nom/voc/acc pl ἴδια , ἴδιος one s own neut nom/voc/acc pl ἴδιε , ἴδιος one s own masc voc sg ἴδιε , ἴδιος one s own masc/fem voc sg ἴδιαι , ἴδιος one s own fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek