1 ιδιοποιεομαι
(τὰς κατὰ τέν Τυρρηνίαν κειμένας νήσους Diod.)
(τινα Diod.)
Древнегреческо-русский словарь > ιδιοποιεομαι
2 ιδιοομαι
Древнегреческо-русский словарь > ιδιοομαι