-
21 μονοξ(ε)ίδιο(ν)
το хим. окись -
22 μονοξ(ε)ίδιο(ν)
το хим. окись -
23 μονοξ(ε)ίδιο(ν)
το хим. окись -
24 μονοξ(ε)ίδιο(ν)
το хим. окись -
25 πρωτοξ(ε)ίδιο(ν)
το хим. закись -
26 πρωτοξ(ε)ίδιο(ν)
το хим. закись -
27 πρωτοξ(ε)ίδιο(ν)
το хим. закись -
28 πρωτοξ(ε)ίδιο(ν)
το хим. закись -
29 υδροξ(ε)ίδιο(ν)
το хим. гидроокись -
30 υδροξ(ε)ίδιο(ν)
το хим. гидроокись -
31 υδροξ(ε)ίδιο(ν)
το хим. гидроокись -
32 υδροξ(ε)ίδιο(ν)
το хим. гидроокись -
33 Απ' το ίδιο ξύλο και σταυρό και φτυάρι
• Из одного теста слеплены• Из одного металла льют медаль за бой, медаль за трудИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Απ' το ίδιο ξύλο και σταυρό και φτυάρι
-
34 ίδιος
α, ο [ία, ον]1) собственный, свой; εκ της ιδίας μου περιουσίας на собственные средства; εξ ιδίων μου за свой счёт; βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια видеть своими собственными глазами, видеть самому; εξ ιδίων κρίνω τα αλλότρια судить о других по себе; μεταβαίνω (или επιστρέφω, επανέρχομαι, επανακάμπτω) εις τα ίδια возвращаться домой, восвояси; 2) свой, личный, особый, характерный;ίδιος τρόπος — а) своя характерная манера (делать что-л.); — б) особый способ;
ιδία είσοδος особый, отдельный вход;(δεν) είναι ιδιον κάποιου (не)свойственно, (не) подобает кому-л.; не является характерной особенностью; 3) похожий, вылитый; одинаковый;είναι ίδιος με τον πατέρα του — он весь в отца, он вылитый отец;
ίδιος στο χρώμα — одинакового цвета;
4) (с артиклем) тот же самый, точно такой же, одинаковый;όλο το ίδιο, όλο τα ίδια или τα ίδια και τα ίδια одно и то же; τα ίδια или τό ίδιο то же (самое); κοπανάω όλο τα ίδια заладить одно и то же; λέγω τα ίδια και τα ίδια твердить одно и то же; σε όλους φέρνεται το ίδιο он поступает одинаково со всеми; τό ιδιο κάνει всё равно; είναι το ιδιο σαν... это всё равно, что...; είναι το ίδιο это одно и то же; τό ίδιο μού κάνει мне всё равно; προϊόντα της ιδιας προέλευσης продукция того же происхождения; της ίδιας ηλικίας одного возраста; έχουν το ίδιο μπόϊ (ανάστημα) они одного роста; κατά τον ίδιο τρόπο равным образом; με τον ίδιον τρόπο одинаковым способом; στον ίδιο βαθμό в одинаковой мере; 5) (с артиклем) сам, лично;θα έλθω ο ίδιος — я приду сам;
η ίδια η κατάσταση επιβάλλει сама обстановка заставляет;§ ιδίαις χερσίν собственноручно; κατ' ιδίαν а) отдельно; б) наедине; τα ίδια Παντελάκη μου, τα ϊδια Παντελή μου или τα ίδια της συχωρεμένης погов, опять одно и то же -
35 ιδιοτροφος
I.2(ῐδ) кормящий в одиночку, т.е. содержащий одно лишь животное(ὥσπερ βοηλάτης Plat.)
II.2питающийся особой пищей(τὰ μὲν - sc. τῶν ζῴων - παμφάγα, τὰ δὲ ἰδιότροφα Arst.)
-
36 βιολί(ον)
τό1) скрипка; 2) πλ. оркестр народных инструментов;ήρθαν τα βιολιά — пришли музыканты;
3) настаивание на своём, на своих привычках;§ то ίδιο βιολί(ον) βαστώ — дудеть в одну дуду, твердить одно и то же;
αρχίζω το ίδιο βιολί(ον) — опять начинать то же самое
-
37 βιολί(ον)
τό1) скрипка; 2) πλ. оркестр народных инструментов;ήρθαν τα βιολιά — пришли музыканты;
3) настаивание на своём, на своих привычках;§ то ίδιο βιολί(ον) βαστώ — дудеть в одну дуду, твердить одно и то же;
αρχίζω το ίδιο βιολί(ον) — опять начинать то же самое
-
38 ιδιοβουλευω
(ῐδ) делать по-своему, поступать согласно личному решениюἵνα μέ ἰδιοβουλεύειν ὑμῖν δοκέω, τίθημι τὸ πρῆγμα ἐς μέσον Her. — чтобы вам не показалось, будто я поступаю по своему личному усмотрению, я ставлю вопрос на обсуждение
-
39 ιδιογενης
2(φύσις Plat.)
-
40 ιδιογνωμων
См. также в других словарях:
-ίδιο(ν) — υποκορ. κατάλ. τής Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή ίδι* (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, συχνά και με την πρωτογενή μορφή της, ιδίως σε τεχνικούς επιστημονικούς όρους (πρβλ. αρθρ ίδιο, κρατ ίδιο, μαχαιρ ίδιο, ξιφ… … Dictionary of Greek
-ίδιο — βλ. ιδιο(ν) … Dictionary of Greek
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek
πεντοξ(ε)ίδιο — το χημ. οξ(ε)ίδιο το οποίο περιέχει πέντε άτομα οξυγόνου σε κάθε μόριό του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pentoxide < πεντα + οξ(ε)ίδιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
μονοξ(ε)ίδιο — το χημ. οξείδιο που περιέχει, στον χημικό τύπο του, ένα μόνο άτομο οξυγόνου («μονοξείδιο τού άνθρακα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. monoxyde (< μον(ο) * + οξ(ε)ίδιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο] … Dictionary of Greek
οξ(ε)ίδιο — το (Α ὀξείδιον και ὀξίδιον) νεοελλ. χημικό σώμα που σχηματίζεται από την ένωση τού οξυγόνου με ένα στοιχείο ή με μία ρίζα (α. «βασικά οξείδια» τα ιοντικά οξείδια μετάλλων που σχηματίζουν, όταν είναι διαλυτά, αλκαλικά διαλύματα β. «όξινα οξείδια»… … Dictionary of Greek
ἴδι' — ἴδιο , εἶδον see aor imperat mid 2nd sg (doric) ἴδια , ἴδιος one s own neut nom/voc/acc pl ἴδια , ἴδιος one s own neut nom/voc/acc pl ἴδιε , ἴδιος one s own masc voc sg ἴδιε , ἴδιος one s own masc/fem voc sg ἴδιαι , ἴδιος one s own fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek