-
1 ασυμφώνιστος
η, ο1) нанятый на работу без соглашения о размере оплаты; 2) см. απαζάρευτος -
2 ασυμφώνητος
η, ο [ος, ον ]1) несогласованный; не достигший соглашения; 2) см. ασυμφώνιστος; 3) без предварительного соглашения; не договорившись заранее;ασυμφώνητοι βρεθήκαμε στο ίδιο βαγόνι — мы случайно оказались в одном вагоне
См. также в других словарях:
ασυμφώνητος — ασυμφώνητος, η, ο και ασυμφώνιστος, η, ο επίρρ. α αυτός για τον οποίο δεν έγινε συμφωνία, παζάρεμα: Του έδωσε τη δουλειά ασυμφώνητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)