Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἰδιογνώμων

См. также в других словарях:

  • ιδιογνώμων — ἰδιογνώμων, ον (Α) αυτός που ενεργεί σύμφωνα με τη δική του γνώμη, χωρίς να επηρεάζεται από κανέναν άλλον. επίρρ... ἰδιογνωμόνως (ΑΜ) μσν. αυθόρμητα αρχ. με ξεχωριστή, με προσωπική γνώμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + γνωμων (< γνώμων < γιγνώσκω) …   Dictionary of Greek

  • ἰδιογνώμων — holding one s own opinion masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιογνώμονα — ἰδιογνώμων holding one s own opinion neut nom/voc/acc pl ἰδιογνώμων holding one s own opinion masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιογνωμόνως — ἰδιογνώμων holding one s own opinion adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιογνώμονας — ἰδιογνώμων holding one s own opinion masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰδιογνώμονες — ἰδιογνώμων holding one s own opinion masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γνώμονας — Όργανο που χρησιμεύει για τη χάραξη κάθετων ευθειών καθώς και για τον έλεγχο της καθετότητας δύο ευθειών ή δύο επιπέδων. Αποτελείται από δύο κανόνες σε ορθή γωνία. Για το γεωμετρικό σχέδιο ο γ. κατασκευάζεται, γενικά, σε σχήμα ορθογώνιου τριγώνου …   Dictionary of Greek

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

  • ιδιογνωμονώ — ἰδιογνωμονῶ, έω (Α) [ιδιογνώμων] έχω δική μου γνώμη για κάτι, ενεργώ όπως εγώ θεωρώ εύλογο …   Dictionary of Greek

  • ιδιογνωμοσύνη — ἰδιογνωμοσύνη, ἡ (Α) [ιδιογνώμων] η ατομική, προσωπική γνώμη κάποιου …   Dictionary of Greek

  • ιδιογνωμόρυθμος — ἰδιογνωμόρυθμος, ὁ (Μ) ο πεισματάρης, ο ισχυρογνώμων, ο ξεροκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιογνώμων + ρυθμος, υπό την επίδραση τού τ. ιδιόρρυθμος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»