Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἰδιοτρόφος

См. также в других словарях:

  • ιδιοτρόφος — ἰδιοτρόφος, ον (Α) αυτός που τρέφει ζώα ένα από κάθε είδος, όχι σε κοπάδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + τροφος (< τροφή), πρβλ. θηρο τρόφος, ιππο τρόφος η λ. έχει παθ. σημ., εν αντιθέσει προς το ιδιότροφος*] …   Dictionary of Greek

  • ιδιότροφος — ἰδιότροφος, ον (Α) αυτός που τρώει ορισμένα μόνο είδη τροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + τροφος (< τροφή), πρβλ. οικό τροφος, υπό τροφος. Το σύνθ. με ενεργητική σημ. εν αντιθέσει προς τα τρόφος (πρβλ. ιδιο τρόφος), που έχουν παθητική σημ.] …   Dictionary of Greek

  • ἰδιοτρόφον — ἰδιοτρόφος feeding individuals masc/fem acc sg ἰδιοτρόφος feeding individuals neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»