-
1 ἰδιοσυγκρασία
A peculiar temperament or habit of body, idiosyncrasy, Ptol.Tetr.12, Gal.10.169, al.:—also [suff] ἰδῐο-σύγκρᾱσις, εως, ἡ, Ptol.Tetr. 142:—also [suff] ἰδῐο-συγκρῐσία, ἡ, Sor.2.56 (cj.), Herod.Med. ap. Orib.6.20.24, S.E.P.1.79 (pl.):Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιοσυγκρασία
-
2 ἰδιοπροσωπέω
ἰδῐο-προσωπέω, Astrol., of a planet,A possess its proper aspect (i.e. that of its 'house') with respect to sun and moon, Ptol. Tetr. 114:—hence [suff] ἰδῐο-προσωπία, ἡ, ib. 155:Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιοπροσωπέω
-
3 ἰδιόχροιος
ἰδῐό-χροιος, ον,A of peculiar colour, Ptol.Tetr. 103 (v.l. -χρονος):—also [suff] ἰδῐό-χρωμος, ον, of natural colour, not dyed, Artem. 2.3, BGU327.6 (ii A.D.), PHolm.24.32, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιόχροιος
-
4 ἰδιοβουλέω
A follow one's own counsel, take one's own way, Hdt.7.8.δ (v.l. -εύειν), D.C.43.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιοβουλέω
-
5 ἰδιογενής
ἰδῐο-γενής, ές,2 peculiar in kind, Herm. ap.Stob.1.49.44, Dsc.2.66.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιογενής
-
6 ἰδιόγλωσσος
ἰδῐό-γλωσσος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιόγλωσσος
-
7 ἰδιογνωμέω
ἰδῐο-γνωμέω is f.l. in Id.43.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιογνωμέω
-
8 ἰδιογνωμονέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιογνωμονέω
-
9 ἰδιογνώμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιογνώμων
-
10 ἰδιογονία
ἰδῐο-γονία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιογονία
-
11 ἰδιογραφία
ἰδῐο-γρᾰφία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιογραφία
-
12 ἰδιόγραφος
ἰδῐό-γρᾰφος, ον,A written with one's own hand, autograph, liber Vergilii, Gell.9.14.7, cf. POxy.250.13 (i A.D.), etc.:—Subst. -γραφον, τό, autograph, PFlor. 27.13 (iv A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιόγραφος
-
13 ἰδιοθάνατος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιοθάνατος
-
14 ἰδιοθανέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιοθανέω
-
15 ἰδιοθηρευτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιοθηρευτικός
-
16 ἰδιοθηρία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιοθηρία
-
17 ἰδιοθρονέω
ἰδῐο-θρονέω, Astrol., of a planet,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιοθρονέω
-
18 ἰδιοκρασία
ἰδῐο-κρᾱσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιοκρασία
-
19 ἰδιόκριτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιόκριτος
-
20 ἰδιοκτήμων
A private owner, PTeb.124.32 (ii B.C.), Heph.Astr.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιοκτήμων
См. также в других словарях:
-ίδιο(ν) — υποκορ. κατάλ. τής Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή ίδι* (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, συχνά και με την πρωτογενή μορφή της, ιδίως σε τεχνικούς επιστημονικούς όρους (πρβλ. αρθρ ίδιο, κρατ ίδιο, μαχαιρ ίδιο, ξιφ… … Dictionary of Greek
-ίδιο — βλ. ιδιο(ν) … Dictionary of Greek
ιδιο- — α συνθετικό λέξεων που σημαίνει: α) ιδιαιτερότητα («ιδιόμορφος», «ιδιοφυής») β) χωριστή, μεμονωμένη κατάσταση («ιδιόλεκτος», «ιδιόγλωσσος») γ) κτήση («ιδιοκτήτης», «ιδιόβουλος») δ) αυτενέργεια ή το αποτέλεσμά της («ιδιόγραφος», «ιδιόχειρος») βλ.… … Dictionary of Greek
πεντοξ(ε)ίδιο — το χημ. οξ(ε)ίδιο το οποίο περιέχει πέντε άτομα οξυγόνου σε κάθε μόριό του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pentoxide < πεντα + οξ(ε)ίδιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
μονοξ(ε)ίδιο — το χημ. οξείδιο που περιέχει, στον χημικό τύπο του, ένα μόνο άτομο οξυγόνου («μονοξείδιο τού άνθρακα»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. monoxyde (< μον(ο) * + οξ(ε)ίδιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο] … Dictionary of Greek
οξ(ε)ίδιο — το (Α ὀξείδιον και ὀξίδιον) νεοελλ. χημικό σώμα που σχηματίζεται από την ένωση τού οξυγόνου με ένα στοιχείο ή με μία ρίζα (α. «βασικά οξείδια» τα ιοντικά οξείδια μετάλλων που σχηματίζουν, όταν είναι διαλυτά, αλκαλικά διαλύματα β. «όξινα οξείδια»… … Dictionary of Greek
ἴδι' — ἴδιο , εἶδον see aor imperat mid 2nd sg (doric) ἴδια , ἴδιος one s own neut nom/voc/acc pl ἴδια , ἴδιος one s own neut nom/voc/acc pl ἴδιε , ἴδιος one s own masc voc sg ἴδιε , ἴδιος one s own masc/fem voc sg ἴδιαι , ἴδιος one s own fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… … Dictionary of Greek