-
1 ἰδιόκριτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰδιόκριτος
См. также в других словарях:
ιδιόκριτος — ἰδιόκριτος, ον (Α) ιδιόρρυθμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + κριτος (< κριτός < κρίνω), πρβλ. αδιά κριτος, ά κριτος] … Dictionary of Greek
κακόκριτος — κακόκριτος, ον (Α) δύσκριτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κριτος (< κρίνω), πρβλ. ιδιό κριτος] … Dictionary of Greek
λογοκρισία — Η επέμβαση από μέρους της εξουσίας, ώστε να εμποδιστεί ολικά ή μερικά η με οποιονδήποτε τρόπο διάδοση ιδεών και πληροφοριών. Οι απαρχές της λ. στην Ευρώπη τοποθετούνται στην αρχαία Ελλάδα, όπου τα θεατρικά έργα, προτού διδαχθούν, υποβάλλονταν… … Dictionary of Greek